Τι σημαίνει το miss στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης miss στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του miss στο Αγγλικά.

Η λέξη miss στο Αγγλικά σημαίνει αστοχώ, δεν πετυχαίνω, χάνω, μου λείπει, μου λείπει, χάνω, χάνω, δεσποινίς, δεσποινίδα, αποτυχημένος, χάνω, χάνω, χάνω, γλιτώνω, δεσποινίς, γυναικεία, αποτυγχάνω, δεν βρίσκω, δεν συναντώ, Μισισίπι, σκλήρυνση κατά πλάκας, χγφ., Εις μνήμην, χάνω, χάνω, χάνω, απρόβλεπτος, αμφίβολος, Μου λείπεις, θα μου λείψεις, χάνω την ευκαιρία, χάνω την ευκαιρία, χάνω την ευκαιρία, χάνω το λεωφορείο, χάνω την ευκαιρία, δεν πετυχαίνω τον στόχο, δεν πετυχαίνω τον στόχο, δεν πιάνω το νόημα, παραλίγο, παρά λίγο, παραλίγο επιτυχής βολή, παραλίγο, παραλίγο επιτυχής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης miss

αστοχώ

intransitive verb (not hit target, mark)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bob tried to make the putt, but he missed.
Ο Μπομπ προσπάθησε να κάνει το ελαφρό χτύπημα, αλλά αστόχησε.

δεν πετυχαίνω

transitive verb (fail to hit: target, mark)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The batsman missed the ball.
Ο ροπαλοφόρος δεν πέτυχε την μπάλα.

χάνω

transitive verb (sport: fail to catch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The goalkeeper missed the ball.
Ο τερματοφύλακας έχασε τη μπάλα.

μου λείπει

transitive verb (long for)

The children miss their father when he is away on business.
Τα παιδιά αποζητούν τον πατέρα τους όταν είναι μακριά για δουλειές.

μου λείπει

transitive verb (long for)

I miss the mountains of home.
Μου λείπουν τα βουνά της πατρίδας.

χάνω

transitive verb (fail to land on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bomb missed its target.
Η βόμβα έχασε τον στόχο της.

χάνω

transitive verb (fail to be present for)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pete slept late and missed the meeting.
Ο Πιτ παρακοιμήθηκε και έχασε το μίτινγκ.

δεσποινίς, δεσποινίδα

noun (title: unmarried woman)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Miss Johnson is well liked.
Η δεσποινίς (or: δεσποινίδα) Τζόνσον είναι αρκετά δημοφιλής.

αποτυχημένος

noun (sports: failure to hit)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
His second swing was a miss.
Η δεύτερη προσπάθειά του ήταν αποτυχημένη.

χάνω

transitive verb (fail to hear)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm sorry, I missed what you said.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Συγνώμη, μπορείς να επαναλάβεις αυτό που είπες πριν; Το έχασα.

χάνω

transitive verb (fail to understand) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom totally missed the point of the argument.

χάνω

transitive verb (fail to take advantage of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't miss this fantastic opportunity to save money!
Μη χάσετε αυτήν την φανταστική ευκαιρία να εξοικονομήσετε χρήματα!

γλιτώνω

transitive verb (escape or avoid) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He narrowly missed crashing into a tree.
Γλίτωσε για λίγο τη σύγκρουση με το δέντρο.

δεσποινίς

interjection (term of address: female teacher)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Miss, would you give me a paper, please?

γυναικεία

plural noun (US (women's garments)

Eleanor works in the misses department.
Η Ελεονώρα δουλεύει στο γυναικείο τμήμα.

αποτυγχάνω

intransitive verb (fail to do [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δεν βρίσκω, δεν συναντώ

transitive verb (fail to meet: [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm really sorry I missed you at the station.
Λυπάμαι πραγματικά που δεν σε πέτυχα στον σταθμό.

Μισισίπι

noun (written, abbreviation (US state: Mississippi)

(κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.)
Tom lived in Jackson, MS for four years.

σκλήρυνση κατά πλάκας

noun (initialism (multiple sclerosis)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Rob suffered from MS.

χγφ.

noun (initialism (manuscript) (σντμ: χειρόγραφο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The passage was from MS B 21 from the church's records.

Εις μνήμην

noun (initialism (memoriae sacrum) (λόγιος, καθαρεύουσα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
John's father's gravestone read: "M.S. Ernest Clark. 1923-2002"

χάνω

phrasal verb, intransitive (informal (be denied an opportunity)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Are you sure you don't want to come? I wouldn't want you to miss out.
Σίγουρα δεν θέλεις να έρθεις; Δεν θα ήθελα να το χάσεις.

χάνω

(informal (be denied: an opportunity, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χάνω

(informal (fail to get: an opportunity, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απρόβλεπτος, αμφίβολος

adjective (unpredictable, unreliable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The weather is very hit and miss for July - rain one day, sunshine the next.

Μου λείπεις

interjection (I feel your absence)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I miss you, my darling. Come home soon.
Μου λείπεις αγάπη μου. Γύρνα γρήγορα σπίτι.

θα μου λείψεις

interjection (I will feel your absence)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Goodbye, son. I'll miss you.

χάνω την ευκαιρία

verbal expression (not take or get the chance)

I never miss an opportunity to travel abroad.

χάνω την ευκαιρία

verbal expression (figurative (lose your chance for [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χάνω την ευκαιρία

verbal expression (informal, figurative (lose opportunity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You seriously missed the bus when you didn't ask Jane to the dance.

χάνω το λεωφορείο

verbal expression (fail to catch bus)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I was late to work because I missed the bus.

χάνω την ευκαιρία

verbal expression (not take or get the opportunity)

I missed the chance to hear that band when they last performed here, but I will catch them next time.

δεν πετυχαίνω τον στόχο

verbal expression (figurative (fail to achieve intended aim)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The essay misses the mark because it doesn't directly answer the question.

δεν πετυχαίνω τον στόχο

verbal expression (fail to hit target)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The soccer player's shot missed the mark and went out for a goal kick.

δεν πιάνω το νόημα

verbal expression (fail to understand)

You're missing the point: this isn't about pay - it's about conditions.

παραλίγο, παρά λίγο

noun (almost a hit)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
That was a near miss; those two cars almost collided.
Παρά τρίχα δεν συγκρούστηκαν τα δύο οχήματα.

παραλίγο επιτυχής βολή

noun (shot that almost hit its target)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραλίγο

adjective (almost colliding)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

παραλίγο επιτυχής

adjective (almost hitting the target) (για βολή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του miss στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του miss

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.