Τι σημαίνει το missing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης missing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του missing στο Αγγλικά.

Η λέξη missing στο Αγγλικά σημαίνει χαμένος, απών, μου λείπει, αγνοούμενος, αστοχώ, δεν πετυχαίνω, χάνω, μου λείπει, μου λείπει, χάνω, χάνω, δεσποινίς, δεσποινίδα, αποτυχημένος, χάνω, χάνω, χάνω, γλιτώνω, δεσποινίς, γυναικεία, αποτυγχάνω, δεν βρίσκω, δεν συναντώ, φέρομαι ως αγνοούμενος, εξαφανίζομαι, που χάθηκε κατά τη μεταφορά, ελλείπων κρίκος, κομμάτι, μέρος που λείπει, συνδετικός κρίκος, αγνοούμενος, μου λείπεις. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης missing

χαμένος

adjective (lost)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
She finally found her missing keys.
Βρήκε επιτέλους τα χαμένα κλειδιά της.

απών

adjective (absent) (όχι παρών)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
The missing family member finally arrived for Christmas.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο μαθητής ήταν αδικαιολογήτως απών και ο δάσκαλος τον επέπληξε.

μου λείπει

adjective (lacking) (κυρ, καθομιλουμένη)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He is missing some important language skills.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Του λείπουν βασικά προσόντα για να πάρει αυτή τη δουλειά.

αγνοούμενος

adjective (disappeared)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
The missing soldier was never seen again.
Ο αγνοούμενος στρατιώτης δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά.

αστοχώ

intransitive verb (not hit target, mark)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bob tried to make the putt, but he missed.
Ο Μπομπ προσπάθησε να κάνει το ελαφρό χτύπημα, αλλά αστόχησε.

δεν πετυχαίνω

transitive verb (fail to hit: target, mark)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The batsman missed the ball.
Ο ροπαλοφόρος δεν πέτυχε την μπάλα.

χάνω

transitive verb (sport: fail to catch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The goalkeeper missed the ball.
Ο τερματοφύλακας έχασε τη μπάλα.

μου λείπει

transitive verb (long for)

The children miss their father when he is away on business.
Τα παιδιά αποζητούν τον πατέρα τους όταν είναι μακριά για δουλειές.

μου λείπει

transitive verb (long for)

I miss the mountains of home.
Μου λείπουν τα βουνά της πατρίδας.

χάνω

transitive verb (fail to land on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bomb missed its target.
Η βόμβα έχασε τον στόχο της.

χάνω

transitive verb (fail to be present for)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pete slept late and missed the meeting.
Ο Πιτ παρακοιμήθηκε και έχασε το μίτινγκ.

δεσποινίς, δεσποινίδα

noun (title: unmarried woman)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Miss Johnson is well liked.
Η δεσποινίς (or: δεσποινίδα) Τζόνσον είναι αρκετά δημοφιλής.

αποτυχημένος

noun (sports: failure to hit)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
His second swing was a miss.
Η δεύτερη προσπάθειά του ήταν αποτυχημένη.

χάνω

transitive verb (fail to hear)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm sorry, I missed what you said.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Συγνώμη, μπορείς να επαναλάβεις αυτό που είπες πριν; Το έχασα.

χάνω

transitive verb (fail to understand) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom totally missed the point of the argument.

χάνω

transitive verb (fail to take advantage of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't miss this fantastic opportunity to save money!
Μη χάσετε αυτήν την φανταστική ευκαιρία να εξοικονομήσετε χρήματα!

γλιτώνω

transitive verb (escape or avoid) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He narrowly missed crashing into a tree.
Γλίτωσε για λίγο τη σύγκρουση με το δέντρο.

δεσποινίς

interjection (term of address: female teacher)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Miss, would you give me a paper, please?

γυναικεία

plural noun (US (women's garments)

Eleanor works in the misses department.
Η Ελεονώρα δουλεύει στο γυναικείο τμήμα.

αποτυγχάνω

intransitive verb (fail to do [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δεν βρίσκω, δεν συναντώ

transitive verb (fail to meet: [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm really sorry I missed you at the station.
Λυπάμαι πραγματικά που δεν σε πέτυχα στον σταθμό.

φέρομαι ως αγνοούμενος

verbal expression (person: have disappeared)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Two climbers have been reported missing.
Έχει αναφερθεί η εξαφάνιση δύο ορειβατών.

εξαφανίζομαι

(disappear)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

που χάθηκε κατά τη μεταφορά

adjective (lost while being transported)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ελλείπων κρίκος

noun (ape man: evolutionary animal)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Some people believe Neanderthal Man was the missing link between animals and humans.

κομμάτι, μέρος που λείπει

noun (missing part of series)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Please fill in the missing link between the following series of letters: A, B, C ... G, H, I.

συνδετικός κρίκος

noun (missing connection, explanatory fact)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His theory was flawed by a missing link between the initial hypothesis and his conclusion.

αγνοούμενος

noun ([sb] who has disappeared)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
My husband hasn't been seen for three days and the police have recorded him as a missing person. If you see this missing person, please call the police.
Ο άντρας μου ήταν άφαντος για τρεις μέρες και η αστυνομία τον κατέγραψε ως αγνοούμενο. Αν δεις αυτόν τον αγνοούμενο σε παρακαλώ κάλεσε την αστυνομία.

μου λείπεις

interjection (informal (I miss you)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του missing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του missing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.