Τι σημαίνει το missed στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης missed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του missed στο Αγγλικά.

Η λέξη missed στο Αγγλικά σημαίνει χαμένος, αναπάντητος, που δεν τον πετυχαίνουν, άστοχος, αστοχώ, δεν πετυχαίνω, χάνω, μου λείπει, μου λείπει, χάνω, χάνω, δεσποινίς, δεσποινίδα, αποτυχημένος, χάνω, χάνω, χάνω, γλιτώνω, δεσποινίς, γυναικεία, αποτυγχάνω, δεν βρίσκω, δεν συναντώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης missed

χαμένος

adjective (opportunity: not taken)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The team's defeat was a missed opportunity to move up the league table.

αναπάντητος

adjective (call, meeting: not present for)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Olivia looked at her mobile phone and saw that she had two missed calls.

που δεν τον πετυχαίνουν

adjective (target: not achieved)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The sales rep was asked to explain the reasons for his missed targets.

άστοχος

adjective (shot: failed to hit mark)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
One missed shot resulted in the golfer losing the game.

αστοχώ

intransitive verb (not hit target, mark)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bob tried to make the putt, but he missed.
Ο Μπομπ προσπάθησε να κάνει το ελαφρό χτύπημα, αλλά αστόχησε.

δεν πετυχαίνω

transitive verb (fail to hit: target, mark)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The batsman missed the ball.
Ο ροπαλοφόρος δεν πέτυχε την μπάλα.

χάνω

transitive verb (sport: fail to catch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The goalkeeper missed the ball.
Ο τερματοφύλακας έχασε τη μπάλα.

μου λείπει

transitive verb (long for)

The children miss their father when he is away on business.
Τα παιδιά αποζητούν τον πατέρα τους όταν είναι μακριά για δουλειές.

μου λείπει

transitive verb (long for)

I miss the mountains of home.
Μου λείπουν τα βουνά της πατρίδας.

χάνω

transitive verb (fail to land on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bomb missed its target.
Η βόμβα έχασε τον στόχο της.

χάνω

transitive verb (fail to be present for)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pete slept late and missed the meeting.
Ο Πιτ παρακοιμήθηκε και έχασε το μίτινγκ.

δεσποινίς, δεσποινίδα

noun (title: unmarried woman)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Miss Johnson is well liked.
Η δεσποινίς (or: δεσποινίδα) Τζόνσον είναι αρκετά δημοφιλής.

αποτυχημένος

noun (sports: failure to hit)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
His second swing was a miss.
Η δεύτερη προσπάθειά του ήταν αποτυχημένη.

χάνω

transitive verb (fail to hear)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm sorry, I missed what you said.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Συγνώμη, μπορείς να επαναλάβεις αυτό που είπες πριν; Το έχασα.

χάνω

transitive verb (fail to understand) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom totally missed the point of the argument.

χάνω

transitive verb (fail to take advantage of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't miss this fantastic opportunity to save money!
Μη χάσετε αυτήν την φανταστική ευκαιρία να εξοικονομήσετε χρήματα!

γλιτώνω

transitive verb (escape or avoid) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He narrowly missed crashing into a tree.
Γλίτωσε για λίγο τη σύγκρουση με το δέντρο.

δεσποινίς

interjection (term of address: female teacher)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Miss, would you give me a paper, please?

γυναικεία

plural noun (US (women's garments)

Eleanor works in the misses department.
Η Ελεονώρα δουλεύει στο γυναικείο τμήμα.

αποτυγχάνω

intransitive verb (fail to do [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δεν βρίσκω, δεν συναντώ

transitive verb (fail to meet: [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm really sorry I missed you at the station.
Λυπάμαι πραγματικά που δεν σε πέτυχα στον σταθμό.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του missed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του missed

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.