Τι σημαίνει το purpose στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης purpose στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του purpose στο Αγγλικά.

Η λέξη purpose στο Αγγλικά σημαίνει σκοπός, σκοπός, αποφασιστικότητα, σκοπός, σκοπεύω, για όλες τις χρήσεις, αλεύρι για όλες τις χρήσεις, αντικρουόμενα συμφέροντα, διπλού σκοπού, προκειμένου να, έτσι ώστε, για τους σκοπούς, γενικής χρήσης, πολλαπλών χρήσεων, επίτηδες, ειδικά σχεδιασμένος, δεν ωφελώ σε τίποτα, εξυπηρετώ το σκοπό, συγκεκριμένος σκοπός, συγκεκριμένος στόχος, δήλωση σκοπού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης purpose

σκοπός

noun (reason)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
What is the purpose of this trip to the store?
Τι σκοπό έχει αυτή η βόλτα στο μαγαζί;

σκοπός

noun (goal)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My purpose in life is to serve others.
Ο σκοπός της ζωής μου είναι να υπηρετώ τους άλλους.

αποφασιστικότητα

noun (resoluteness, toward goal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Knowing that he was facing a deadline, he really worked with purpose.

σκοπός

noun (result, effect)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
It is hard work, but it's all to good purpose.

σκοπεύω

transitive verb (dated, formal (plan to do [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He purposed to learn to cook.

για όλες τις χρήσεις

adjective (for many different uses)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Zingo is a powerful all-purpose cleaner for floors, walls and ceilings.

αλεύρι για όλες τις χρήσεις

noun (US (plain flour, wheat flour)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
All-purpose flour is great for cookies, but doesn't have enough gluten for bread.

αντικρουόμενα συμφέροντα

noun (contrary aims)

The whole meeting was nothing but cross-purpose and confusion.

διπλού σκοπού

adjective (having two uses)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προκειμένου να, έτσι ώστε

expression (in order to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A committee was formed for the purpose of determining the cause of the fire.
Μια επιτροπή δημιουργήθηκε προκειμένου να καθοριστεί η αιτία της φωτιάς.

για τους σκοπούς

expression (in regards to) (με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Let us assume, for the purpose of this discussion, that the mayor will be reelected.
Ας υποθέσουμε, για τους σκοπούς της συγκεκριμένης συζήτησης, ότι ο δήμαρχος θα επανεκλεγεί.

γενικής χρήσης

adjective (not for one specific use)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

πολλαπλών χρήσεων

adjective (having many uses)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
This multipurpose piece of furniture can serve as a chair, couch, or bed.

επίτηδες

adverb (deliberately, intentionally)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'm sorry! I didn't do it on purpose.
Συγγνώμη! Δεν το έκανα επίτηδες.

ειδικά σχεδιασμένος

adjective (made for specific use)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

δεν ωφελώ σε τίποτα

verbal expression (be useless or pointless)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lying would serve no purpose because the truth will come out later.

εξυπηρετώ το σκοπό

verbal expression (be suitable for a task)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you don't have a shovel to dig with, a sharp stick just might serve the purpose.

συγκεκριμένος σκοπός, συγκεκριμένος στόχος

noun (specific intention)

Every lesson you plan to teach should have a set purpose. We're meeting today with no set purpose; we'll see what comes up.

δήλωση σκοπού

noun (written summary of one's career aims)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του purpose στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του purpose

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.