Τι σημαίνει το never στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης never στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του never στο Αγγλικά.

Η λέξη never στο Αγγλικά σημαίνει ποτέ, ποτέ, σχεδόν ποτέ, κάλλιο αργά παρά ποτέ, Ποτέ ξανά!, ποτέ δε σταματώ, διαρκώ για πάντα, διαρκώ για πάντα, ποτέ, ποτέ ξανά, μη φοβάσαι, μην ανησυχείς, συνεχίζω επ'άπειρον, του αγίου ποτέ, ποτέ μου, ποτέ στη ζωή μου, δεν πειράζει, δεν στενοχωριέμαι για κτ/κπ, Μην τα παρατάς!, ποτέ, αξέχαστος, χωρίς γυρισμό, ατέλειωτος, ατελείωτος, ασταμάτητος, αλάνθαστος, η χώρα του ποτέ, Χώρα του Ποτέ, που δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια, που δεν αποθαρρύνεται, τώρα ή ποτέ, ή τώρα ή ποτέ, Κοίτα να δεις!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης never

ποτέ

adverb (not ever)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I have never been to China.
Δεν έχω πάει ποτέ στην Κίνα.

ποτέ

adverb (colloquial (emphatic negative) (εμφατικός τύπος, καθομ)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Marry that slob? Never!
Να παντρευτώ αυτόν τον βλάκα; Ποτέ!

σχεδόν ποτέ

adverb (hardly ever)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I almost never eat ice cream, but I enjoy it two or three times a year.

κάλλιο αργά παρά ποτέ

expression (it is better to do [sth] late than never)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ποτέ ξανά!

interjection (vow against [sth] being repeated)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

ποτέ δε σταματώ

intransitive verb (not stop, go on forever)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The radio show host's idiocy never ceases to amaze me.

διαρκώ για πάντα

(figurative (endure forever)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My love for you will never die.

διαρκώ για πάντα

intransitive verb (go on forever, continue indefinitely)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He thought that the lecture would never end.

ποτέ, ποτέ ξανά

adverb (informal (not ever)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I shall never ever forget you.

μη φοβάσαι, μην ανησυχείς

interjection (do not worry)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Never fear! Superdog is here!

συνεχίζω επ'άπειρον

intransitive verb (continue indefinitely)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

του αγίου ποτέ

adverb (idiom (not ever) (ιδιωματισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Never in a month of Sundays did I expect to win first prize.

ποτέ μου, ποτέ στη ζωή μου

adverb (not ever)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Never in my life have I seen such an ugly dog!
Δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου τόσο άσχημο σκυλί!

δεν πειράζει

interjection (informal (It doesn't matter)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Dinner is ruined!" "Never mind. We'll get takeaway." "Do you still need a ride?" "No, never mind. I'll take the bus."
«Το δείπνο καταστράφηκε!» «Δεν πειράζει. Θα πάρουμε απέξω.»

δεν στενοχωριέμαι για κτ/κπ

verbal expression (informal (pay no attention to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Never mind the spilled tea; I'll just wipe it up and pour you another cup.
Μη σκας για το τσάι που χύθηκε· απλά σκούπισέ το και βάλε άλλο.

Μην τα παρατάς!

interjection (figurative (do not give up)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Come on boys, you can still win this game! Never say die!

ποτέ

adverb (not ever as)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He was never so happy as when he finally quit his job.

αξέχαστος

adjective (memorable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The photo of Neil Armstrong on the moon is an image never to be forgotten.

χωρίς γυρισμό

expression (not going to come back)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He has left this country, never to return. Her son went to war, never to return.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι καλές μέρες έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί.

ατέλειωτος, ατελείωτος, ασταμάτητος

adjective (going on forever)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I almost fell asleep during the pastor's never-ending sermon.

αλάνθαστος

adjective (always succeeds)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

η χώρα του ποτέ

noun (never-never land)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Χώρα του Ποτέ

noun (place existing only in fantasy)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
We cannot go on living in never-never land, and have to take better care of the Earth's resources.
Δεν γίνεται να συνεχίσουμε να ζούμε με χίμαιρες. Θα πρέπει να φροντίσουμε καλύτερα τους πόρους της Γης.

που δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια, που δεν αποθαρρύνεται

adjective (figurative (attitude: tenacious)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τώρα ή ποτέ, ή τώρα ή ποτέ

expression (final chance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You have to decide, it's now or never if you want to go to the concert.

Κοίτα να δεις!

interjection (expressing surprise) (έκπληξη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You don't like my cooking? Well I never!

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του never στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του never

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.