Τι σημαίνει το precio στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης precio στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του precio στο ισπανικά.

Η λέξη precio στο ισπανικά σημαίνει τιμή, -, τίμημα, τιμή, χρηματική ανταμοιβή, χρηματική επιβράβευση, κόστος, εισιτήριο, εισιτήριο, τιμή, βάζω τιμή, ακριβός, με μειωμένη τιμή, προσαύξηση, κουβέρ, ανακοστολογώ, ανατιμολογώ, κατεβάζω την τιμή, ανεκτίμητος, πολύτιμος, για, πιάνω, φτηνά, σε τιμή έκπτωσης, με κάθε κόστος, ανεξάρτητα από το κόστος, σε τιμή ευκαιρίας, πάση θυσία, σε καλή τιμή, αεροπορικό εισιτήριο, κόμιστρο, δυο στην τιμή του ενός, τιμή πώλησης, βασική τιμή, προκαθορισμένη τιμή, συγκεκριμένη τιμή, καλή τιμή, πολύ καλή τιμή, καλή αγορά, μισή τιμή, πραγματικό κόστος, συνολικό κόστος, τιμή ευκαιρίας, τιμή πλειοδοσίας, τιμή μετρητοίς, τιμή κλεισίματος, λογική τιμή, υψηλή τιμή, χαμηλή τιμή, λογική τιμή, λογική τιμή, καθαρή τιμή, ονομαστική αξία, τιμή προσφοράς, τιμή προσφοράς, άνοιγμα μετοχής, δείκτης τιμής προς κέρδη, τελική τιμή, ανώτατο όριο τιμών, λογική χρέωση, λογική χρέωση, προτεινόμενη τιμή, μειωμένη τιμή, έκπτωση, σωστό ποσό, ακριβές ποσό, τιμή πώλησης, λογική τιμή, μέση/συνήθης τιμή, πολύ υψηλή/υπερβολική τιμή, υψηλότερο κόστος, κόστος κατά μονάδα, χονδρική πώληση, αγοραία αξία, διαπραγματευτική αξία, εμπορική αξία, τιμή λιανικής, λιανική τιμή, τιμή μετοχής, προσδοκώμενη τιμή, που αξίζει τα λεφτά του, τιμολόγηση ανάλογη με την κατανάλωση νερού, κατώτατη τιμή, ελάχιστη τιμή, πλήρης τιμή, που αξίζει τα λεφτά του, υψηλότερη τιμή, τιμή που χρεώθηκε, μειωμένη τιμή για εμπόρους, υψηλή τιμή, ελάχιστη τιμή, τιμή, αγοραστής που δεν μπορεί να επηρεάσει την τιμή και τη δέχεται ως έχει, δημοσιευμένος ναύλος, τιμή αγοράς, αξία λιανικής, τιμή για άμεση παράδοση, τιμή για άμεση παράδοση, τιμή άσκησης, μενού προκαθορισμένης τιμής, τιμή καταλόγου, αναγραφόμενη τιμή, συνιστώμενη τιμή κατασκευαστή, μειωμένη τιμή, πολλά λεφτά, εργασία με το κομμάτι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης precio

τιμή

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El precio de ese libro es demasiado elevado.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ποια είναι η τιμή του χρυσού αυτή τη στιγμή;

-

nombre masculino (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
El gobierno de los Estados Unidos puso precio a su cabeza.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ τον επικύρηξε.

τίμημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hay quien dice que las guerras son el precio de la libertad.

τιμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hemos valuado la mesa a un precio de ciento cincuenta libras.
Καθορίσαμε την τιμή του τραπεζιού στις εκατόν πενήντα λίρες.

χρηματική ανταμοιβή, χρηματική επιβράβευση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κόστος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Las reformas en el área de la Salud tendrán un costo elevado.

εισιτήριο

(για να μπεις κάπου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La entrada al zoológico cuesta poco.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η ετήσια συνδρομή στον σύλλογο ορειβασίας είναι πενήντα ευρώ.

εισιτήριο

(λεωφορείο, μετρό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Kyle pagó la tarifa y se bajó del taxi.
Ο Κάιλ πλήρωσε το κόμιστρο και βγήκε από το ταξί.

τιμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Cuál es su tarifa por este servicio?
Ποια είναι η τιμή σας για αυτήν την υπηρεσία;

βάζω τιμή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Deja que etiquete este libro y nos vamos a casa.
Κάτσε να βάλω τιμή σε αυτό το βιβλίο και μετά μπορούμε να πάμε σπίτι.

ακριβός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με μειωμένη τιμή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hoy los tomates están de oferta.

προσαύξηση

(επί του κόστους)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κουβέρ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cuando vas a un restaurante tienes que tener en cuenta no sólo lo que vas a consumir, sino también el cubierto y en algunos casos la propina.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Στα ευρωπαϊκά εστιατόρια, συχνά υπάρχει κουβέρ για το ψωμί και το βούτυρο.

ανακοστολογώ, ανατιμολογώ

(precio)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατεβάζω την τιμή

(με γενική: προϊόντος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La tienda rebajó los artículos navideños en enero.

ανεκτίμητος, πολύτιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Que los niños aprendan historia es algo inestimable.
Η ιστορία είναι ένα πολύτιμο μάθημα για τα παιδιά.

για

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Hay una oferta de tres por uno en ropa de verano.

πιάνω

(μτφ, καθομ: τιμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El pendiente de oro se vendió por un buen precio en la subasta.

φτηνά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε τιμή έκπτωσης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La urgencia de efectivo nos forzó a vender a precio reducido.

με κάθε κόστος

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Intentaremos liberar a los rehenes cueste lo que cueste.

ανεξάρτητα από το κόστος

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quería ese abrigo de pieles independientemente del coste.

σε τιμή ευκαιρίας

(ES, coloquial) (πολύ φθηνά)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Pude comprarme un conjunto de ropa entero a precio de chollo.

πάση θυσία

(figurado)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σε καλή τιμή

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pude comprar mi PC a buen precio.

αεροπορικό εισιτήριο

(boleto de avión)

Me encantaría visitar a mis familiares en Sudáfrica, pero no me puedo permitir la tarifa aérea.

κόμιστρο

(ES)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δυο στην τιμή του ενός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τιμή πώλησης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El precio pedido por el florero es 25 pesos.

βασική τιμή

El precio base es de $20.000, si quieres estéreo o aire acondicionado eso sería adicional.

προκαθορισμένη τιμή, συγκεκριμένη τιμή

En general, las tiendas por departamentos venden productos a precio fijo.

καλή τιμή

El hotel tiene habitaciones a buen precio.

πολύ καλή τιμή

nombre masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Es un buen precio para una máquina con esas prestaciones.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Βρήκα ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο σε τιμή ευκαιρίας και το αγόρασα.

καλή αγορά

locución nominal masculina

A cuatro libras cada uno, los boletos tienen un buen precio porque te permiten viajar ilimitadamente en autobús todo el día.
Στις 4 λίρες το ένα, τα εισιτήρια είναι καλή αγορά γιατί σου προσφέρουν απεριόριστες διαδρομές με το λεωφορείο για μια μέρα.

μισή τιμή

La tienda está vendiendo mucha ropa a mitad de precio.

πραγματικό κόστος, συνολικό κόστος

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Τα τέλη συντήρησης πρέπει να ληφθούν υπ' όψη για να καθοριστεί το πραγματικό κόστος.

τιμή ευκαιρίας

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En el rastro venden ropa a precio de ganga.

τιμή πλειοδοσίας

(ES)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τιμή μετρητοίς

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τιμή κλεισίματος

nombre masculino (χρηματιστήριο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λογική τιμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pagué 2.000 libras por mi auto. En ese momento parecía un precio justo.

υψηλή τιμή

locución nominal masculina (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Para probar su fe debía pagar un alto precio, la vida de su hijo.

χαμηλή τιμή

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Un precio bajo no siempre significa baja calidad, pero es un buen indicador.

λογική τιμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El almacén ofrece mercancía de calidad a buen precio.

λογική τιμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El auto se vendía a un precio razonable.

καθαρή τιμή

ονομαστική αξία

locución nominal masculina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El precio nominal del auto es de $25.000.

τιμή προσφοράς

nombre masculino (Comercio)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El precio de venta de las unidades usadas disminuyó un 10 % el último año.

τιμή προσφοράς

(comercio)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El precio de venta de su acción probablemente sea de entre $1.85 y $1.95.

άνοιγμα μετοχής

(χρηματιστήριο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δείκτης τιμής προς κέρδη

(economía)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

τελική τιμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La oferta incluye media pensión y transporte hotel aeropuerto, todo incluido en el precio del paquete.

ανώτατο όριο τιμών

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El precio máximo de la gasolina se situó en 118,5 pesetas.

λογική χρέωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Veinte parece un precio razonable para cortar el pasto de un jardín tan grande.

λογική χρέωση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No pidas descuento. Sabes bien que está con un precio justo.

προτεινόμενη τιμή

nombre masculino (Comer)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Muchas tiendas de descuento muestran inflados los precios sugeridos.

μειωμένη τιμή, έκπτωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aprovecho a comprar los miércoles que es el día de precios rebajados.

σωστό ποσό, ακριβές ποσό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Te pagaron el precio correcto?
Πληρώθηκες το ακριβές ποσό;

τιμή πώλησης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Casi me desmayo cuando oí el precio de venta de la casa.

λογική τιμή

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μέση/συνήθης τιμή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πολύ υψηλή/υπερβολική τιμή

locución nominal masculina (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υψηλότερο κόστος

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tendrás que pagar un precio más alto si quieres entradas para el teatro para esta noche.

κόστος κατά μονάδα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El precio por unidad se elevó por las nubes.

χονδρική πώληση

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El precio al por mayor es siempre mucho más bajo que el de venta al detalle.

αγοραία αξία, διαπραγματευτική αξία, εμπορική αξία

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El precio de mercado es $100, pero como tú eres de la familia te lo venderé a $50.

τιμή λιανικής, λιανική τιμή

nombre masculino (comercio)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los comerciantes trasladarán el aumento en los costos al precio de venta al público.

τιμή μετοχής

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En lo que va de año el precio de las acciones ha caído una quinta parte.

προσδοκώμενη τιμή

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που αξίζει τα λεφτά του

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Las vacaciones tuvieron una buena relación calidad-precio.
Οι διακοπές άξιζαν τα λεφτά τους. Τα προϊόντα με την επωνυμία του καταστήματος αξίζουν τα λεφτά τους.

τιμολόγηση ανάλογη με την κατανάλωση νερού

(AR) (νερό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Para determinar la tarifa de consumo medido se tienen en cuenta la superficie del inmueble y los metros cúbicos consumidos que determina el medidor instalado.

κατώτατη τιμή, ελάχιστη τιμή

πλήρης τιμή

(χωρίς έκπτωση)

En el periodo vacacional tienes que pagar el precio sin descuento de los billetes de avión.

που αξίζει τα λεφτά του

nombre masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Toda la mercadería que venden es de buena calidad y a muy buen precio.

υψηλότερη τιμή

(superlativo) (για προϊόν)

Informaron por la radio que la soja llegó al precio más alto de 2010.

τιμή που χρεώθηκε

nombre masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El vendedor y el cliente acordaron que el precio facturado fuera menor que el real, para pagar menos impuestos.

μειωμένη τιμή για εμπόρους

locución nominal masculina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υψηλή τιμή

En los almacenes XYZ siempre encontrará extraordinaria calidad sin pagar un precio exorbitado.

ελάχιστη τιμή

nombre masculino

τιμή

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγοραστής που δεν μπορεί να επηρεάσει την τιμή και τη δέχεται ως έχει

(literal)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δημοσιευμένος ναύλος

El precio publicado del pasaje de tren entre París y Londres es de 250 euros.

τιμή αγοράς

nombre masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
A medida que pasan los años el precio de compra de los autos ha ido aumentando de manera sostenida.

αξία λιανικής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τιμή για άμεση παράδοση

locución nominal masculina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τιμή για άμεση παράδοση

locución nominal masculina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El precio spot de crudo Brent inició la sesión con una ganancia de 70 centavos de dólar.

τιμή άσκησης

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μενού προκαθορισμένης τιμής

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Los trabajadores siempre eligen el menú de precio fijo.

τιμή καταλόγου

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αναγραφόμενη τιμή

συνιστώμενη τιμή κατασκευαστή

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μειωμένη τιμή

πολλά λεφτά

εργασία με το κομμάτι

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του precio στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του precio

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.