Τι σημαίνει το ley στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ley στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ley στο ισπανικά.

Η λέξη ley στο ισπανικά σημαίνει νόμος, νόμοι, νόμος, Νόμος, νόμος, κανόνες δικαίου, νομοθετικό διάταγμα, βίβλος, δίκαιο, θέσπισμα, νομοθέτημα, καταστατικό, πολιτική, δικαιοσύνη, αρχή, πράξη νομοθετικού περιεχομένου, οι αρχές, κανονισμός, νόμος, νόμος, παράνομος, υπερασπιστής της απαγόρευσης αλκοολούχων ποτών, νόμος περί οργανωμένου εγκλήματος, επαναϋποβάλω, σωστός, επιτρεπτός, ενάντια στον νόμο, παράνομα, Ποτοαπαγόρευση, χαλάλ, άγριος, ενάντιος στον νόμο, παράνομος, υπεράνω του νόμου, σύμφωνα με τον νόμο, σύμφωνα με το νόμο, παράνομα, αθέμιτα, σύμφωνα με το νόμο, ενώπιον του νόμου, αναλογικά, νόμιμος, το γράμμα του νόμου, δημόσια τάξη, νόμος των πιθανοτήτων, νόμος της ζούγκλας, εκκλησιαστικός κανόνας, εμπορικό δίκαιο, αρχή διατήρησης της ενέργειας, εντολή αποσιώπησης, εβραικός νόμος, νόμος της θερμοδυναμικής, τοπικός κανονισμός/νομοθεσία, το μακρύ χέρι του νόμου, νομοθεσία ελάχιστων αποδοχών, ισλαμικός νόμος, sterling silver, μαχαιροπήρουνα πρότυπου βαθμού καθαρότητας, σκληρή πολιτική, παράβαση του νόμου, πολιτειακός νόμος, εργατικό δίκαιο, αστικό δίκαιο, στρατιωτικός νόμος, ασφαλιστικός νόμος για το ποσό σύνταξης εργαζομένου, εργατικό δίκαιο, νόμος του Αρχιμήδη, πράξη εξουσιοδότησης, διευθύνω με το μαστίγιο, παραβαίνω το νόμο, παρανομώ, περνάω νόμο, ψηφίζω νόμο, αδιαφορώ, περιφρονώ, ασημένιος, διίκαια,νόμιμα, <div>κρέας χαλάλ</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ.<i> ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου </i>κλπ.)</div>, οφθαλμός αντί οφθαλμού, νόμος φθινουσών αποδόσεων, άναρχος, νομοσχέδιο, ασήμι, παρανομία, τυπικός νόμος, χωροταξική νομοθεσία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ley

νόμος

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Robar va contra la ley.
Είναι ενάντια στον νόμο (or: στη νομοθεσία) να κλέβεις.

νόμοι

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Deberías respetar las leyes.
Πρέπει πάντα να τηρείς τους νόμους.

νόμος

nombre femenino (ciencias) (επιστημονική αλήθεια)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La ley de la gravedad está demostrada.
Ο νόμος της βαρύτητας έχει αποδειχτεί.

Νόμος

nombre femenino (Biblia) (Βίβλος: 5 πρώτα βιβλία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La Ley también recibe los nombres de Torá y Pentateuco.
Ο Νόμος (or: Η Πεντάτευχος) ονομάζεται και Τορά.

νόμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La norma especifica que no puedes saltarte un semáforo en rojo.
Ο νόμος λέει ότι δεν μπορείς να περάσεις με κόκκινο.

κανόνες δικαίου

nombre femenino (νομική)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Durante la fiebre del oro no había ley en los campamentos de mineros.

νομοθετικό διάταγμα

nombre femenino (decreto)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

βίβλος

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Para ti, la palabra de los directores tiene que ser ley.

δίκαιο

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

θέσπισμα, νομοθέτημα, καταστατικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Bajo el estatuto actual, la familia no tiene remedio legal.
Υπό τα υπάρχοντα θεσπίσματα, η οικογένεια δεν έχει κανένα ένδικο μέσο.

πολιτική

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Va en contra de la política de la compañía tener citas con otros empleados.
Είναι ενάντια στην πολιτική της εταιρείας να έχει κανείς σχέση με συνάδελφο.

δικαιοσύνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El policía entregó al criminal a la justicia.
Η αστυνομία έφερε τον εγκληματία ενώπιον της δικαιοσύνης.

αρχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Es un principio científico que la energía no puede crearse ni destruirse.

πράξη νομοθετικού περιεχομένου

(en sentido general)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Existe una legislación que declara ilegal tal comportamiento.

οι αρχές

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Llamaron a las autoridades a la escena del crimen.

κανονισμός

(νόμος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hay una norma que prohíbe tocar música aquí.
Υπάρχει κανονισμός που απαγορεύει να παίζετε μουσική εδώ.

νόμος

(άγραφος κανονισμός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La prensa tiene su propio conjunto de leyes no escritas.
Ο τύπος ακολουθεί τους δικούς του άγραφους νόμους.

νόμος

(θρησκεία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La ley de Dios es diferente de la de los gobiernos.
Ο νόμος του Θεού διαφέρει από τον νόμο της κυβέρνησης.

παράνομος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las actividades ilegales no serán toleradas en el estado de Texas.

υπερασπιστής της απαγόρευσης αλκοολούχων ποτών

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

νόμος περί οργανωμένου εγκλήματος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Demandaron a la compañía bajo la RICO.

επαναϋποβάλω

(expediente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σωστός, επιτρεπτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Solo compro carne kosher en la carnicería.

ενάντια στον νόμο, παράνομα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estaba manejando ilegalmente ya que se había bebido siete pintas de cerveza.

Ποτοαπαγόρευση

(απαγόρευση αλκοόλ το 1920 στις ΗΠΑ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La familia hacía ginebra en su bañera durante la Prohibición.
Η οικογένεια κατασκεύαζε τζιν στην μπανιέρα κατά τη διάρκεια της Ποτοαπαγόρευσης.

χαλάλ

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El supermercado ahora vende carne de acuerdo con la ley islámica.

άγριος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
En el siglo XIX el Oeste Americano era bastante salvaje.

ενάντιος στον νόμο, παράνομος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fumar marihuana va contra la ley.

υπεράνω του νόμου

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Muchos políticos se creen que están por encima de la ley y que no deberían ser castigados.

σύμφωνα με τον νόμο

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Vos hacé lo que quieras, pero según la ley eso está prohibido.

σύμφωνα με το νόμο

preposición

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Según la ley, la adúltera debía morir apedreada.

παράνομα, αθέμιτα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σύμφωνα με το νόμο

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ustedes no pueden hacer semejante ruido a las tres de la mañana, de acuerdo con la ley.

ενώπιον του νόμου

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ante los ojos de la ley, una persona es inocente hasta que se demuestre la contrario.

αναλογικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

νόμιμος

locución adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los manifestantes sentían que actuaban al amparo de la ley.

το γράμμα του νόμου

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Siguieron la ley escrita para evitar problemas.

δημόσια τάξη

locución nominal masculina

El gobierno envió tropas para que restablezcan la ley y el orden en lugares donde había estallado la violencia.

νόμος των πιθανοτήτων

(estadística)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Podemos predecir muchos fenómenos naturales según la ley de los grandes números.

νόμος της ζούγκλας

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Según la ley de la selva, el león es el rey.

εκκλησιαστικός κανόνας

nombre femenino

εμπορικό δίκαιο

nombre masculino (Com)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los comerciantes advirtieron a los legisladores que la nueva ley de comercio presenta numerosos errores.

αρχή διατήρησης της ενέργειας

(física) (φυσική)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
De acuerdo con la conservación de la energía, la energía no se puede destruir, sólo transformar.
Σύμφωνα με την αρχή διατήρησης της ενέργειας, η ενέργεια δεν εξαφανίζεται˙ απλώς, μετατρέπεται σε κάποια άλλη μορφή.

εντολή αποσιώπησης

locución nominal femenina (coloquial)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εβραικός νόμος

nombre femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los judíos obedecen la Ley de Moisés.

νόμος της θερμοδυναμικής

nombre femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La ley de la termodinámica que dice que es imposible congelar a cero absoluto debería medir la temperatura de mis pies. ¡Qué frío!

τοπικός κανονισμός/νομοθεσία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La ley municipal prohíbe fumar en lugares públicos.

το μακρύ χέρι του νόμου

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si violas la ley la policía te agarrará. No puedes esquivar el brazo de la ley.

νομοθεσία ελάχιστων αποδοχών

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ισλαμικός νόμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La ley islámica prohíbe el consumo de puerco y de todos los intoxicantes, como el alcohol.

sterling silver

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Me encantan estos pendientes, los tienes en plata esterlina?

μαχαιροπήρουνα πρότυπου βαθμού καθαρότητας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Recibimos unos cubiertos de plata como regalo de boda.

σκληρή πολιτική

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La policía está implementando una ley estricta sobre beber y conducir.

παράβαση του νόμου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La corte del distrito lidia con las violaciones de la ley más comunes.

πολιτειακός νόμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Las leyes estatales prohíben el destilado de alcohol casero.

εργατικό δίκαιο

nombre femenino

El siguiente trimestre estudiaremos la ley laboral de los dos países..

αστικό δίκαιο

locución nominal femenina

στρατιωτικός νόμος

locución nominal femenina

ασφαλιστικός νόμος για το ποσό σύνταξης εργαζομένου

locución nominal femenina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εργατικό δίκαιο

νόμος του Αρχιμήδη

locución nominal femenina (física)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πράξη εξουσιοδότησης

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διευθύνω με το μαστίγιο

(figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sus empleados perezosos nunca cambiarán a menos que empiecen a tratarlos con mano dura.
Οι τεμπέληδες υπάλληλοί σου δε θα αλλάξουν ποτέ, εκτός αν αρχίσεις να τους διευθύνεις με το μαστίγιο.

παραβαίνω το νόμο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si violas la ley (y te pillan) puedes ir a la cárcel.

παρανομώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cada vez que compras un DVD pirata estás infringiendo la ley.

περνάω νόμο, ψηφίζω νόμο

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En 1647 el Parlamento aprobó una ley que declaraba ilegal la celebración de la Navidad.

αδιαφορώ, περιφρονώ

(coloquial) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ασημένιος

locución nominal femenina

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los pendientes son de plata de ley.

διίκαια,νόμιμα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

<div>κρέας χαλάλ</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ.<i> ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου </i>κλπ.)</div>

Toda la carne que se servirá será carne se servirá de acuerdo con la ley islámica.

οφθαλμός αντί οφθαλμού

(justicia) (μτφ, δικαιοσύνη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Όσον αφορά το φόνο, πιστεύω ότι το οφθαλμός αντί οφθαλμού είναι δίκαιη τιμωρία.

νόμος φθινουσών αποδόσεων

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

άναρχος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El salvaje oeste sin ley fue un buen escondite para los criminales.

νομοσχέδιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El proyecto de ley fue aprobado por el Senado, y ahora va ante el presidente.
Το νομοσχέδιο εγκρίθηκε από τη Γερουσία και θα παρουσιαστεί στον Πρόεδρο.

ασήμι

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Toda las joyas de la tienda eran de plata de ley.

παρανομία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τυπικός νόμος

locución nominal femenina

χωροταξική νομοθεσία

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ley στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του ley

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.