Τι σημαίνει το ordered στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ordered στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ordered στο Αγγλικά.

Η λέξη ordered στο Αγγλικά σημαίνει καθορισμένος, προκαθορισμένος, που έχω ζητήσει, που έχω παραγγείλει, ταξινομημένος, διατάζω, παραγγέλνω, παραγγέλνω, διαταγή, εντολή, εντολή, προσταγή, σειρά, σειρά, τάξη, τάξη, παραγγελία, διάταγμα, τάγμα, τάξη, παραγγελία, παράσημο, τάξη, τύπος, ένταλμα, τάγμα, τάξη, ρυθμός, χειροτονία, τάγματα, δίνω εντολές, διατάσσω, διατάζω, ταξινομώ, συνιστώ, σύμφωνα με την παραγγελία, σύμφωνα με την παραγγελία, ό,τι πρέπει, καλά οργανωμένος, καλά ταξινομημένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ordered

καθορισμένος, προκαθορισμένος

adjective (demanded, ordained)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Please arrive promptly for meals at the ordered times.
Παρακαλώ να προσέρχεσθε εγκαίρως για τα γεύματα στις προκαθορισμένες ώρες.

που έχω ζητήσει, που έχω παραγγείλει

adjective (requested)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The shop phoned to tell Angela her ordered CD had arrived.
Το κατάστημα τηλεφώνησε για να πει στην Άντζελα πως το CD που είχε παραγγείλει είχε φτάσει.

ταξινομημένος

adjective (in a certain order)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Jeremy's books were carefully ordered.
Τα βιβλία του Τζέρεμι ήταν προσεκτικά ταξινομημένα.

διατάζω

transitive verb (command) (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm ordering you to put that money back and apologize.
Σε προστάζω να δώσεις πίσω τα χρήματα και να ζητήσεις συγγνώμη.

παραγγέλνω

transitive verb (request)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We should order another bottle of wine.
Καλύτερα να παραγγείλουμε άλλο ένα μπουκάλι κρασί.

παραγγέλνω

intransitive verb (request food or drink)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Have you ordered yet?
Έχετε παραγγείλει ήδη;

διαταγή, εντολή

noun (mandate, command)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Whose orders are these?
Τίνος εντολές είναι αυτές;

εντολή, προσταγή

noun (military: command issued)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The general's order was to attack immediately.
Η προσταγή του στρατηγού ήταν να επιτεθούμε αμέσως.

σειρά

noun (succession)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He listed off their names in alphabetical order.
Έγραψε τα ονόματά τους σε αλφαβητική σειρά.

σειρά

noun (arrangement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Are these books in any particular order?
Αυτά τα βιβλία είναι σε κάποια συγκεκριμένη σειρά;

τάξη

noun (social structure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Second World War gave rise to a new world order.
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος έδωσε το έναυσμα σε μια νέα παγκόσμια τάξη.

τάξη

noun (rule of law)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Society cannot function without order.
Η κοινωνία δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τάξη.

παραγγελία

noun (request: in restaurant, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Has the waiter taken your order?
Έχει πάρει ο σερβιτόρος την παραγγελία σας;

διάταγμα

noun (decree) (επίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
By order of the King, the prisoners were set free.

τάγμα

noun (society)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He joined an order of Freemasons.

τάξη

noun (rank)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The lower orders of society always suffer most from war.

παραγγελία

noun (document: request to purchase)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have sent you my order for a new table.

παράσημο

noun (rare (military insignia)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He wore his orders proudly on the breast of his jacket.

τάξη

noun (quality)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Their cooking is of the highest order.
Η μαγειρική τους είναι πρώτης τάξης.

τύπος

noun (kind)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I don't like behaviour of that order.

ένταλμα

noun (law: directive)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The judge issued an order requiring him to pay the debt in full.

τάγμα

noun (religious group)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
St Francis established the order of friars named after him in 1209.

τάξη

noun (biology: grouping)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Foxes and bears are of the same order, but not the same family.

ρυθμός

noun (architecture)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
This book has pictures of the Ionic, Doric and Corinthian orders.

χειροτονία

plural noun (Christianity: rite of ordination)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τάγματα

plural noun (Christianity: clergy ranks)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

δίνω εντολές

intransitive verb (issue orders)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He prefers to order than to obey.

διατάσσω, διατάζω

transitive verb (decree) (να γίνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The judge ordered that he stay away from the victim.

ταξινομώ

transitive verb (arrange)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He ordered the files according to date.

συνιστώ

transitive verb (prescribe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The doctor ordered a week's bed rest.

σύμφωνα με την παραγγελία

adverb (according to an order placed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The waiter brought the customers their meal as ordered.

σύμφωνα με την παραγγελία

adverb (according to an instruction given)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You will show up in full uniform at 5 in the morning, as ordered.

ό,τι πρέπει

noun (figurative, informal ([sth] needed and welcomed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A week's holiday in the sun was just what the doctor ordered.

καλά οργανωμένος, καλά ταξινομημένος

adjective (arranged in an orderly way)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ordered στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του ordered

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.