Τι σημαίνει το os στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης os στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του os στο πορτογαλικά.
Η λέξη os στο πορτογαλικά σημαίνει οι, τους, ο, η, το, στην πραγματικότητα, με εκτίμηση, Αμερικανική Ένωση για την Πρόληψη της Βίας κατά των Ζώων, βάζω κουλούρα, ανασταίνομαι, μετρώ αντίστροφα, προετοιμάζομαι, ληστεία, κλοπή, καταλαβαίνω, κατανοώ, συμμερίζομαι, ξυπνάω, συνέρχομαι, βλέπω τα πράγματα ρεαλιστικά, προετοιμάσου, ετοιμάσου, κρατήσου, προετοιμάζομαι, ετοιμάζομαι, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, ετοιμάσου, καρποί, κάθε είδους, κάθε λογής, κάθε είδους, κάθε λογής, ποικίλος, πολυειδής, περιλαμβανομένων όλων των φόρων, μέχρι τον αστράγαλο, προσγειωμένος, χάρμα οφθαλμών, ωφέλιμος για όλους, κάθε είδους, μεταξύ των πρώτων, μπουκιά και συχώριο, για γερά νεύρα, για ατσάλινα νεύρα, μέχρι τα γόνατα, καταγής, κατάχαμα, κλαμένος, δακρυσμένος, παντού, από όλες τις απόψεις, σε κάθε περίπτωση, σε κάθε περίπτωση, από κάθε άποψη, στα σπάργανα, στα τελευταία μου, με το ένα πόδι στον τάφο, σχεδόν παντού, τις πιο πολλές φορές, από όλες τις κατευθύνσεις, από όλες τις κατευθύνσεις, από παντού, στο φως της δημοσιότητας, ως τον ουρανό, κάθε μέρα, σε καθημερινή βάση, από όλες τις απόψεις, κατά τον οποίο, για όλες τις κατηγορίες, το υπόλοιπο της ζωής σου, και με τα μειονεκτήματά του, για όνομα του θεού! έλεος!, μέση, Ολλανδία, πνιχτό γελάκι, νευρικό γελάκι, υποπόδιο, άγγιγμα των ποδιών, αυτός που κρατάει το σκορ, χρήματα για να κινούμαι, ο κούκος αηδόνι, γιορτή των Αγίων Πάντων, Ψυχοσάββατο, αιτία του κακού, χάρμα οφθαλμών, το σήμερα, δέκα καλυτερα, φάσκιωμα ποδιών, δέσιμο ποδιών, θρυλικό ζευγάρι, το να μοιράζομαι, Τρία τυφλά ποντικάκια, μίζα, ακριβός, ποδόλουτρο, στραβοκοίταγμα, οι ηλικιωμένοι, έλεγχος των οικονομικών, διαχείριση των οικονομικών, οι εποχές, το βλέμμα όλων, όλες οι λεπτομέρειες, τα Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα, επτά μυστήρια, οι Δέκα Εντολές, οι πλούσιοι, οι Μάγοι, οι τρεις Μάγοι, όλα εκ των οποίων, οι εξαφανισμένοι, οι Σιού, κάθε είδους, κάθε λογής, υπό την αιγίδα του, με, εστιάζω, συγκεντρώνομαι, διευκολύνω την κατάσταση, πλαταγίζω τα χείλη, στους ώμους, επιβεβαιώνω τις λεπτομέρειες, μου σηκώνεται η τρίχα, κοιτάζω και από την άλλη πλευρά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης os
οι
(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) Os Simpsons são uma família fictícia famosa. |
τους
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Ήρθαν οι καλεσμένοι; Άσε με να πάω να τους χαιρετήσω. |
ο, η, το
(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) O menino foi passear. // Os gatos estavam todos miando alto. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το αγόρι πήγε μια βόλτα. |
στην πραγματικότητα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A internet é efetivamente o mais detalhado arquivo dos nossos tempos. Βασικά το ίντερνετ αποτελεί το πιο λεπτομερές αρχείο της εποχής μας. |
με εκτίμηση(fecho de carta) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Αμερικανική Ένωση για την Πρόληψη της Βίας κατά των Ζώων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάζω κουλούρα(αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανασταίνομαι(Bíblia) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μετρώ αντίστροφα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Μόλις περάσουν τα γενέθλιά του, ο Τόμι αρχίζει να μετράει αντίστροφα για τα επόμενα. |
προετοιμάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ληστεία, κλοπή(figurado, informal) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Vinte libras por isso? Isso é um assalto em plena luz do dia! Είκοσι λίρες γι' αυτό; Αυτό είναι σκέτη κλεψιά! |
καταλαβαίνω, κατανοώ, συμμερίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξυπνάω, συνέρχομαι, βλέπω τα πράγματα ρεαλιστικά(tornar-se mais realista) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προετοιμάσου, ετοιμάσου, κρατήσου(interjeição) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Prepare-se, tenho más notícias. Δείξε θάρρος. Έχω άσχημα νέα. |
προετοιμάζομαι, ετοιμάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Estraguei totalmente esta sopa colocando sal demais. Την έκανα εντελώς μαντάρα τη σούπα βάζοντας υπερβολικά πολύ αλάτι. |
ετοιμάσου(interjeição) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Prepare-se. Estamos prestes a pousar. Ετοιμάσου. Σε λίγο προσγειωνόμαστε. |
καρποί(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) O pai do Jim se aposentou aos 60 anos para aproveitar o resultado de 40 anos de trabalho. |
κάθε είδους, κάθε λογήςexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάθε είδους, κάθε λογήςexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ποικίλος, πολυειδήςlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
περιλαμβανομένων όλων των φόρων
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μέχρι τον αστράγαλοlocução adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ξαφνικά, η λάσπη έφτασε στον αστράγαλό μας. Μπορείς να περάσεις εύκολα το ρυάκι εδώ, αφού το βάθος του φτάνει μόλις μέχρι τον αστράγαλο. |
προσγειωμένοςlocução adjetiva (μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Marilyn é uma pessoa muito com os pés no chão. Η Μέριλιν είναι πολύ προσγειωμένο άτομο. Θα φανεί πολύ χρήσιμη στην επερχόμενη κρίση. |
χάρμα οφθαλμώνexpressão (inf.,fig, fisicamente atraente) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ωφέλιμος για όλους
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κάθε είδουςexpressão (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) No nosso safari vimos apenas um leão, mas vimos todos os tipos de antílopes. |
μεταξύ των πρώτωνverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ele se formou entre os melhores e foi aceito por uma ótima universidade. |
μπουκιά και συχώριοexpressão (informal, figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
για γερά νεύρα, για ατσάλινα νεύραexpressão (informal) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μέχρι τα γόναταlocução adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καταγής, κατάχαμα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κλαμένος, δακρυσμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
παντού
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Eu olhei em todos os lugares, mas ainda não achei minhas chaves. Κοίταξα παντού αλλά ακόμα δεν μπορώ να βρω τα κλειδιά μου. |
από όλες τις απόψεις(μεταφορικά) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
σε κάθε περίπτωσηlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Responderemos o mais breve possível e, em todos os casos, em 48 horas. Θα απαντήσουμε το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση, εντός 48 ωρών. |
σε κάθε περίπτωση
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
από κάθε άποψη
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
στα σπάργανα(figurado: primeiros estágios) (μεταφορικά) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
στα τελευταία μου, με το ένα πόδι στον τάφο(figurado, prestes a falhar) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σχεδόν παντούlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τις πιο πολλές φορέςlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
από όλες τις κατευθύνσειςlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
από όλες τις κατευθύνσειςlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
από παντούlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στο φως της δημοσιότητας(figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ως τον ουρανό(extremamente alto) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κάθε μέρα, σε καθημερινή βάση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Eu tomo banho todos os dias. Κάνω ντους κάθε μέρα (or: σε καθημερινή βάση). |
από όλες τις απόψειςexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κατά τον οποίο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
για όλες τις κατηγορίεςlocução adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το υπόλοιπο της ζωής σουexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
και με τα μειονεκτήματά του
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
για όνομα του θεού! έλεος!interjeição (expressão de exasperação) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
μέση
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Με πονάει η μέση μου, μπορείς να με τρίψεις λίγο; |
Ολλανδία(país) (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) Tom visitou a Holanda neste verão. // A Holanda é famosa por estar em grande parte abaixo do nível do mar. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Τομ επισκέφθηκε τις Κάτω Χώρες φέτος το καλοκαίρι. |
πνιχτό γελάκι, νευρικό γελάκι
O riso entre os dentes de Harry mostrou seu constrangimento quando ele percebeu que tinha esquecido de completar o relatório que seu chefe havia pedido. |
υποπόδιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
άγγιγμα των ποδιών(flerte) (φλερτ) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αυτός που κρατάει το σκορ
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
χρήματα για να κινούμαι(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ο κούκος αηδόνι(figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Não, o preço está muito alto. Ele quer os olhos da cara por aquele carro velho. Όχι, η τιμή είναι πολύ υψηλή - θέλει τη μάνα του και τον πατέρα του γι' αυτό το παλιάμαξο. |
γιορτή των Αγίων Πάντωνsubstantivo masculino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ψυχοσάββατο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αιτία του κακούexpressão (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Τα ναρκωτικά είναι η αιτία του κακού. Τα χρήματα είναι η αιτία του κακού. |
χάρμα οφθαλμώνexpressão (algo atraente) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το σήμερα(Era Moderna) |
δέκα καλυτερα(os dez melhores ou mais populares) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
φάσκιωμα ποδιών, δέσιμο ποδιών(prática chinesa) (Κίνα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θρυλικό ζευγάρι(dupla de sucesso ou celebrada) |
το να μοιράζομαιexpressão (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Τρία τυφλά ποντικάκια(música infantil) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μίζα(especialmente em atividade ilegal) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ακριβός(έμφαση στην τιμή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Είναι ωραία τσάντα, αλλά ακριβή. |
ποδόλουτροsubstantivo feminino (συσκευή) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στραβοκοίταγμαverbo transitivo (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
οι ηλικιωμένοι
Fazemos o suficiente pelos idosos na nossa sociedade? Κάνουμε αρκετά για τους ηλικιωμένους στην κοινωνία μας; |
έλεγχος των οικονομικών, διαχείριση των οικονομικών
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mamãe não está prestes a parar de conter os gastos para que você compre outro iPod. |
οι εποχές(informal: o presente) |
το βλέμμα όλων(atenção de todos) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όλες οι λεπτομέρειες
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
τα Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματαsubstantivo masculino plural (Χριστιανισμός) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
επτά μυστήριαsubstantivo masculino plural (catolicismo) (θεολογία) |
οι Δέκα Εντολές(Bíblia: instruções dadas a Moisés) |
οι πλούσιοι(pessoas ricas) Nossa economia mudaria dramaticamente se parássemos de deixar os ricos criarem a legislação tributária. Η οικονομία μας θα άλλαζε σημαντικά, εάν παύαμε να επιτρέπουμε στους πλούσιους να θεσπίζουν τους φορολογικούς νόμους. |
οι Μάγοι, οι τρεις Μάγοιsubstantivo masculino plural (Bíblico: três Reis Magos) (Βίβλος) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
όλα εκ των οποίωνlocução pronominal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Os bolinhos, todos os quais são sem glúten, estão na estante de vidro. |
οι εξαφανισμένοι
|
οι Σιούsubstantivo masculino plural (ιθαγενείς Β. Αμερικής) Os Sioux eram povos indígenas que viviam nas grandes planícies da América do Norte. |
κάθε είδους, κάθε λογήςexpressão (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) |
υπό την αιγίδα του
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με(considerando) (μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) |
εστιάζωexpressão verbal (επίσημο: μάτια) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Shaun focou seus olhos no alvo e lançou o dardo. New: Το μάτι του καρφώθηκε στην εικόνα. |
συγκεντρώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διευκολύνω την κατάστασηexpressão verbal (figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πλαταγίζω τα χείλη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στους ώμους(carregar) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
επιβεβαιώνω τις λεπτομέρειες(informal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μου σηκώνεται η τρίχαexpressão (assustador) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Αυτός ο τύπος είναι τόσο ανατριχιαστικός που μου σηκώνεται η τρίχα. |
κοιτάζω και από την άλλη πλευρά(figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του os στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του os
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.