Τι σημαίνει το photography στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης photography στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του photography στο Αγγλικά.

Η λέξη photography στο Αγγλικά σημαίνει φωτογραφία, εμφάνιση φωτογραφιών, εναέρια φωτογραφία, ασπρόμαυρη φωτογραφία, έγχρωμη φωτογραφία, φωτογραφικό στούντιο, στατική φωτογραφία, πάγωμα εικόνας, λήψη σταθερών φωτογραφιών του ίδιου θέματος σε τακτά χρονικά διαστήματα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης photography

φωτογραφία

noun (art of taking photos) (τέχνη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Digital cameras make great photography easy for everyone.
Με τις ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές η πολύ καλή φωτογράφιση γίνεται εύκολη για όλους.

εμφάνιση φωτογραφιών

noun (process of developing photos)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Photography necessitates having a darkroom with absolutely no light.
Η εμφάνιση φωτογραφιών απαιτεί έναν σκοτεινό θάλαμο χωρίς καθόλου φως.

εναέρια φωτογραφία

noun (taking photographs from high up)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aerial photography revealed the intricacy of the Nazca lines.

ασπρόμαυρη φωτογραφία

noun (taking photos without colour) (διαδικασία)

He specialized in black-and-white photography.

έγχρωμη φωτογραφία

noun (medium, artform: photos in color)

Many photographers shunned the advent of color photography and preferred to continue working in black-and-white.

φωτογραφικό στούντιο

noun (workspace)

στατική φωτογραφία

noun (art of taking static pictures)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πάγωμα εικόνας

noun (cinema: special effect technique)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

λήψη σταθερών φωτογραφιών του ίδιου θέματος σε τακτά χρονικά διαστήματα

noun (sequence of still photos taken at intervals)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Photographers can use time-lapse photography to film the growth of plants.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του photography στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του photography

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.