Τι σημαίνει το physical στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης physical στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του physical στο Αγγλικά.

Η λέξη physical στο Αγγλικά σημαίνει σωματικός, φυσικός, ιατρική εξέταση, σωματική εξέταση, μη σωματικός, πνευματικός, νοητικός, διανοητικός, φυσική αγωγή, σωματική κακοποίηση, σωματική βία, σωματική δραστηριότητα, εξωτερική εμφάνιση, φυσικό χαρακτηριστικό, φυσικοχημεία, φυσική κατάσταση, εξάσκηση, φυσική επαφή, σωματική επαφή, υλικό αντίγραφο, έντυπο αντίγραφο, βιολογική εξάρτηση, σωματική αναπηρία, σωματική ανικανότητα, φυσική αγωγή, γυμναστική, φυσικό περιβάλλον, σωματική άσκηση, καλή φυσική κατάσταση, φυσική δύναμη, φυσική γεωγραφία, σωματική βλάβη, φυσική δικαιοδοσία, σωματική εργασία, συνουσία, σωματική επαφή, φυσικός χάρτης, αισθησιασμός, φυσική παρουσία, φυσική ποσότητα, φυσική επιστήμη, σωματική αντοχή, φυσική αντοχή, φυσική διάρθρωση, φυσιοθεραπευτής, φυσικοθεραπευτής, φυσικοθεραπεία, προσωπικός γυμναστής, προσωπική γυμνάστρια, προσωπική εκγύμναση, φυσικός κόσμος, φυσικός κόσμος, κοινωνική αποστασιοποίηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης physical

σωματικός

adjective (bodily) (τα σχετικά με το σώμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her physical problems made it difficult to walk.
Τα σωματικά της προβλήματα τη δυσκόλευαν στο περπάτημα.

φυσικός

adjective (figurative (material) (στη Φυσική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The physical properties of granite are well known.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Εκτός από τον υλικό κόσμο υπάρχει κατά κάποιους και ένα αθέατος, πνευματικός κόσμος.

ιατρική εξέταση

noun (medical inspection)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Army wouldn't accept him because he failed the physical examination.

σωματική εξέταση

noun (physical education test)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μη σωματικός

adjective (not involving the body)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πνευματικός, νοητικός, διανοητικός

adjective (cerebral, intellectual)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φυσική αγωγή

noun (abbreviation (physical education)

Phys Ed is just as important as more academic subjects.

σωματική κακοποίηση, σωματική βία

noun (violence)

The social worker said that the child had suffered severe physical abuse.

σωματική δραστηριότητα

noun ([sth] involving use of the body)

The doctor told my son to do some straining physical activity, like swimming, for instance.

εξωτερική εμφάνιση

noun (how [sb] or [sth] looks)

φυσικό χαρακτηριστικό

plural noun (bodily characteristics)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
An actor's physical attributes are often important to being cast in certain roles.

φυσικοχημεία

(branch of chemistry)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φυσική κατάσταση

noun (level of fitness and health)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Triathletes have to be in peak physical condition.

εξάσκηση

noun (exercise for fitness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φυσική επαφή, σωματική επαφή

noun (touch)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A person with telekinetic powers can move an object without ever making physical contact with it.

υλικό αντίγραφο, έντυπο αντίγραφο

noun (paper copy: of a document, etc.)

βιολογική εξάρτηση

noun (addiction: biological)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Anthony has a strong physical dependence on painkillers.
Ο Άντονι έχει δυνατή βιολογική εξάρτηση από τα αναλγητικά.

σωματική αναπηρία, σωματική ανικανότητα

noun (law: limited physical functioning)

φυσική αγωγή, γυμναστική

noun (school sports lessons, gym class)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Students take physical education in addition to math, English, languages, science and history.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το μάθημα της φυσικής αγωγής διδάσκεται στο Δημοτικό, στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο.

φυσικό περιβάλλον

noun (surroundings)

σωματική άσκηση

noun (bodily activity: sports, etc.)

καλή φυσική κατάσταση

noun (good physical condition)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Physical fitness is important for old people too.

φυσική δύναμη

noun (power)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φυσική γεωγραφία

(branch of geography)

σωματική βλάβη

noun (injury)

φυσική δικαιοδοσία

noun (area covered by a legal authority)

σωματική εργασία

noun (strenuous manual work)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
You shouldn't do physical labour when you're pregnant.

συνουσία, σωματική επαφή

noun (sexual intercourse)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φυσικός χάρτης

noun (map that shows landforms)

αισθησιασμός

noun (sensuality, sensuousness)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φυσική παρουσία

noun (fact of being present)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Your physical presence at the bank won't be necessary because I can sign for you.

φυσική ποσότητα

noun (measurable number or amount)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φυσική επιστήμη

noun (science of the natural world)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Chemistry is one of the physical sciences.

σωματική αντοχή, φυσική αντοχή

noun (ability to endure [sth] strenuous)

φυσική διάρθρωση

noun (structure of an organism)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φυσιοθεραπευτής, φυσικοθεραπευτής

noun ([sb] who performs physiotherapy)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
After her accident, she spent 5 months visiting a physical therapist.

φυσικοθεραπεία

noun (treatment using exercise)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After her arm healed she had to undergo physical therapy to regain full use of it.

προσωπικός γυμναστής, προσωπική γυμνάστρια

noun (fitness instructor or coach)

προσωπική εκγύμναση

noun (fitness coaching)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φυσικός κόσμος

noun (geography of planet Earth)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φυσικός κόσμος

noun (all that is material, not spiritual)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κοινωνική αποστασιοποίηση

noun (maintaining space between people)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του physical στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του physical

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.