Τι σημαίνει το phrase στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης phrase στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του phrase στο Αγγλικά.

Η λέξη phrase στο Αγγλικά σημαίνει φράση, έκφραση, φράση, φράση, έκφραση, εκφράζω, φράση, αναπτύσσω, πιασάρικη ατάκα, επινοώ φράση, κοινή έκφραση, στερεότυπη φράση, ξένη φράση, τετριμμένη, χιλιοειπωμένη φράση, ονοματικό σύνολο, βιβλίο με φράσεις σε ξένη γλώσσα, προθετική φράση, παγιωμένη έκφραση, γύρισμα του λόγου, ρηματική φράση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης phrase

φράση, έκφραση

noun (exact words, set expression)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Some people find the phrase "at the end of the day" very annoying.
Μερικοί θεωρούν τη φράση «στο τέλος της ημέρας» πολύ ενοχλητική.

φράση

noun (less than a sentence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Phrases are groups of words that make up a grammatical unit.
Οι φράσεις είναι ομάδες λέξεων που αποτελούν μια γραμματική μονάδα.

φράση, έκφραση

noun (expression)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Charlie uttered a phrase that I would rather not repeat in polite company.
Ο Τσάρλι είπε μια φράση που δε θα ήθελα να επαναλάβω σε πολιτισμένο περιβάλλον.

εκφράζω

transitive verb (express in words)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Your ideas are good, but I think you could phrase them better. Larry phrased his thoughts badly and Daniel took offence.
Οι ιδέες σου είναι καλές, αλλά νομίζω πως θα μπορούσες να τις εκφράσεις καλύτερα. Ο Λάρυ εξέφρασε άσχημα τις σκέψεις του και ο Ντάνιελ προσβλήθηκε.

φράση

noun (music: passage) (μουσική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Muriel played a short phrase on the piano.

αναπτύσσω

transitive verb (music: group into phrases)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Josh has phrased this piece of music beautifully.

πιασάρικη ατάκα

noun (motto) (αργκό)

The comedian repeated his catchphrase at every possible opportunity. Many radio program hosts have a catch phrase which they say at the end of every program to help people remember them.

επινοώ φράση

verbal expression (invent an expression)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Winston Churchill coined the phrase: "History is written by the victors".

κοινή έκφραση

noun (much-used expression)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It takes awhile to learn the common phrases in a foreign language.

στερεότυπη φράση

noun (language: set expression) (γλώσσα)

ξένη φράση

noun (expression in another language)

Certain foreign phrases like "deja vu" and "bon appétit" are useful because we lack good English equivalents.

τετριμμένη, χιλιοειπωμένη φράση

noun (cliché, over-used expression)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Good as gold is a hackneyed phrase to describe well behaved children.

ονοματικό σύνολο

noun (grammar: phrase that functions as a noun) (γραμματική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Please mark the noun phrases in your sentence structure diagrams.

βιβλίο με φράσεις σε ξένη γλώσσα

noun (foreign language guide)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Thelma took a Portuguese phrasebook on her trip to Brazil.

προθετική φράση

(linguistics)

παγιωμένη έκφραση

noun (language: fixed expression) (γλωσσολογία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Harry's explanation was nothing but set phrases.
Οι εξηγήσεις του Χάρι περιείχαν μόνο παγιωμένες εκφράσεις.

γύρισμα του λόγου

noun (expression, wording)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
He read over the letter, savouring every turn of phrase.

ρηματική φράση

noun (phrase containing a verb)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του phrase στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του phrase

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.