Τι σημαίνει το pleased στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pleased στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pleased στο Αγγλικά.

Η λέξη pleased στο Αγγλικά σημαίνει ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένος, είμαι ευχαριστημένος με κτ/κπ, είμαι ικανοποιημένος με κτ/κπ, ευχαρίστησης, ικανοποίησης, παρακαλώ, παρακαλώ, παρακαλώ, παρακαλώ, ευχαριστώ, ικανοποιώ, ικανοποιώ, ευχαριστώ, κατευχαριστημένος, ικανοποιημένος, χαίρω πολύ, χάρηκα, ευχαριστημένος με τον εαυτό μου, ικανοποιημένος με τον εαυτό μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pleased

ευχαριστημένος, ικανοποιημένος

adjective (happy, satisfied)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
George must have had some good news; he looks very pleased.

είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένος

(happy, satisfied)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
You got the job? I bet your parents are pleased.
Πήρες τη δουλειά; Πάω στοίχημα ότι οι γονείς σου είναι ευχαριστημένοι.

είμαι ευχαριστημένος με κτ/κπ, είμαι ικανοποιημένος με κτ/κπ

(happy with)

The boss was pleased with Natalie's work.
Το αφεντικό ήταν ικανοποιημένο από τη δουλειά της Ναταλί.

ευχαρίστησης, ικανοποίησης

adjective (showing pleasure) (σε γενική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Ben could tell from Adam's pleased expression that he had got the job.
Ο Μπεν μπορούσε να καταλάβει από την ικανοποιημένη έκφραση του Άνταμ ότι είχε πάρει τη δουλειά.

παρακαλώ

interjection (polite request)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Could I go to the beach, please?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Σας παρακαλούμε, μπορούμε να παίξουμε με το σκυλάκι σας;

παρακαλώ

interjection (polite acceptance)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"Would you like some tea?" "Yes please!"
«Θα ήθελες λίγο τσάι;» «Ναι, παρακαλώ!»

παρακαλώ

adverb (polite command) (κάνε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please restart your browser to complete installation.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Παρακαλείστε να εκκενώσετε την αίθουσα του δικαστηρίου.

παρακαλώ

interjection (indignation)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Please! I've had enough of your nonsense today!
Σε παρακαλώ! Αρκετά ανέχτηκα τις ανοησίες σου σήμερα!

ευχαριστώ, ικανοποιώ

transitive verb (make happy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My darling, I just want to please you.
Αγάπη μου, απλά θέλω να σε ευχαριστήσω (or: ικανοποιήσω).

ικανοποιώ

transitive verb (satisfy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I work so hard, but none of it ever pleases him.
Δουλεύω τόσο σκληρά αλλά τίποτε από αυτά δεν τον ικανοποιεί.

ευχαριστώ

intransitive verb (give pleasure)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He knows how to please.

κατευχαριστημένος, ικανοποιημένος

adjective (informal (extremely satisfied)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I was pleased as punch when I found my shoes.

χαίρω πολύ, χάρηκα

interjection (greeting)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Pleased to meet you, Mr Green; I trust you had a good journey?

ευχαριστημένος με τον εαυτό μου, ικανοποιημένος με τον εαυτό μου

adjective (satisfied, content)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She was very pleased with herself when she passed her driving test at the first attempt.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pleased στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του pleased

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.