Τι σημαίνει το quit στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης quit στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του quit στο Αγγλικά.

Η λέξη quit στο Αγγλικά σημαίνει σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, κλείνω, παραιτούμαι από κτ, σταματάω, σταματώ, παύω, παραιτούμαι, το κόβω, πάτσι, κόβω το κάπνισμα, σταματάω το κάπνισμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης quit

σταματάω, σταματώ

transitive verb (informal (stop doing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I can't concentrate when you're tapping your fingers on the desk. Quit it.
Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ, όταν χτυπάς τα δάχτυλά σου στο γραφείο. Σταμάτα.

σταματάω, σταματώ

verbal expression (informal (stop doing) (να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Will you quit interrupting me when I'm trying to study?
Θα σταματήσεις να με διακόπτεις, ενώ προσπαθώ να μελετήσω;

σταματάω, σταματώ

transitive verb (informal (habit: give up)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James is trying to quit biting his nails.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο Τζον προσπαθεί να κόψει το κάπνισμα.

κλείνω

transitive verb (exit: a computer program)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quit Word before you shut down your computer.
Κλείστε το Word πριν απενεργοποιήσετε τον υπολογιστή σας.

παραιτούμαι από κτ

transitive verb (informal (job: leave)

Alice has decided to quit her job, as she can't stand the boss.
Η Άλις αποφάσισε να παραιτηθεί (or: να φύγει) από τη δουλειά της, καθώς δεν μπορεί να αντέξει το αφεντικό.

σταματάω, σταματώ, παύω

intransitive verb (informal (stop doing [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You're driving me mad with all your questions. Quit!
Με τρελαίνεις με όλες αυτές τις ερωτήσεις σου. Σταμάτα! (or: Πάψε!)

παραιτούμαι

intransitive verb (informal (leave a job)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
That's it, I've had enough! I quit!
Ως εδώ, αρκετά! Παραιτούμαι! (or: Φεύγω!)

το κόβω

intransitive verb (informal (habit: give up) (καθομ: κακή συνήθεια)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sonia used to take drugs, but she quit years ago.
Η Σόνια έπαιρνε ναρκωτικά, αλλά σταμάτησε πριν από χρόνια.

πάτσι

adjective (informal (equal, even) (καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Here's the money I owe you. We're quits now.
Ορίστε τα χρήματα που σου χρωστάω. Είμαστε πάτσι τώρα.

κόβω το κάπνισμα, σταματάω το κάπνισμα

verbal expression (give up cigarettes)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του quit στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του quit

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.