Τι σημαίνει το number στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης number στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του number στο Αγγλικά.

Η λέξη number στο Αγγλικά σημαίνει αριθμός, αριθμός, αριθμός, αριθμός, ανέρχομαι σε, αριθμώ, μετράω, αριθμώ, τηλέφωνο, τεύχος, κομμάτι, νούμερο, σύνολο ανθρώπων ή πραγμάτων, αριθμός, κομμάτι, μουδιασμένος, παράλυτος, δεν με αγγίζει κτ, έχω ανοσία σε κτ, αναισθητοποιώ, αναισθητοποιώ, αρκετοί, ατομικός αριθμός, παλαιότερο τεύχος, προηγούμενο τεύχος, τιμή κατά προσέγγιση, αριθμός παρτίδας, δυαδικός αριθμός, κωδικός εντοπισμού, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, απόλυτο αριθμητικό, μιγαδικός αριθμός, σύνθετος αριθμός, τηλέφωνο επικοινωνίας, χορευτικό νούμερο, τηλέφωνο επικοινωνίας κατά τις εργάσιμες ώρες, μειώνομαι, κάνω κακό σε κπ, ζυγός αριθμός, υπερβολικός αριθμός, εσωτερικό, φαξ, περιορισμένη ποσότητα, πεπερασμένος αριθμός, τζιτζί,σύρμα, τζάμι, σούπερ, σεξουάλα, γκόμενος/α, μανούλι, κωδικός αναγνώρισης, αύξων αριθμός, φανταστικός αριθμός, αμέτρητος, άρρητος αριθμός, μεγάλο ποσό, μεγάλος αριθμός, αριθμός κυκλοφορίας, περιορισμένος αριθμός, αριθμός παρτίδας, τυχερός αριθμός, αριθμός Μαχ, μικτός αριθμός, αριθμός κινητού, συγκαταλέγομαι σε, συμπεριλαμβάνω σε, συγκαταλέγω σε, αριθμημένη γραμμή, αριθμημένη ευθεία, ο αριθμός ένα, νούμερο ένα επιτυχία, ο εαυτούλης μου, η πάρτη μου, το νούμερο ένα, αγαπημένος, αριθμητικό σύστημα, νούμερο δύο, χοντρό, μονός αριθμός, μονός αριθμός, τακτικό αριθμητικό, τέλειος αριθμός, προσωπικός αριθμός ταυτοποίησης, τηλέφωνο, PIN, πρώτος αριθμός, ρητός αριθμός, πραγµατικός αριθµός, αντίστροφος αριθμός, αριθμός αναφοράς, αριθμός κυκλοφορίας, αριθμός πελάτη, αριθμός δωματίου, σειριακός αριθμός, αριθμός από το 13 έως το 19, τηλεφωνικός αριθμός, δωρεάν τηλεφωνικός αριθμός, αριθμός αποστολής δέματος, ΑΦΜ, ακέραιος αριθμός, λάθος αριθμός, λάθος αριθμός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης number

αριθμός

noun (mathematics: integer, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
What number did you get for the first problem on the test?
Ποιον αριθμό βρήκες στο πρώτο πρόβλημα του τεστ;

αριθμός

noun (written numeral, digit)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
What number is that? A one or a seven?
Τι νούμερο είναι αυτό; Ένα ή εφτά;

αριθμός

noun (total, aggregate count)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The number of people in the room was greater than a hundred.
Ο αριθμός των ατόμων μέσα στο δωμάτιο ήταν μεγαλύτερος από εκατό.

αριθμός

noun (assigned identifier)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Our house is number seventeen, Oak Street.
Το σπίτι μας είναι το νούμερο δεκαεπτά της οδού Όακ.

ανέρχομαι σε

transitive verb (equal, total)

The butterflies here number over a thousand.
Οι πεταλούδες εδώ είναι πάνω από χίλιες.

αριθμώ

transitive verb (assign numbers)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She numbered the pages from one to ten by hand.
Αρίθμησε τις σελίδες από το ένα ως το δέκα με το χέρι.

μετράω

transitive verb (count)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I number the candies at over five hundred. Am I right?
Βρήκα τις καραμέλες πάνω από πεντακόσιες. Έπεσα μέσα;

αριθμώ

transitive verb (include)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The band numbered quite a few students among its fan base.
Το συγκρότημα αριθμούσε αρκετούς φοιτητές ανάμεσα στους θαυμαστές του.

τηλέφωνο

noun (informal, abbreviation (telephone number)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
What is your number? Maybe we can get together for a drink sometime.
Ποιο είναι το τηλέφωνό σου; Ίσως μπορούμε να πάμε για κάνα ποτό καμιά φορά.

τεύχος

noun (magazine series: issue)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The third number of the original Batman series is extremely valuable now.

κομμάτι

noun (informal, figurative (song)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The drummer doesn't play in the second number. There will be a rehearsal of all the numbers in the musical today.

νούμερο

noun (performance)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She performs a dance number in the second act.

σύνολο ανθρώπων ή πραγμάτων

noun (complement)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
There is not a single honest one among their number.
Δεν υπάρχει ούτε ένας ειλικρινής άνθρωπος ανάμεσά τους.

αριθμός

noun (grammar) (ενικός, πληθυντικός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In many languages, verbs and nouns must agree in number.
Σε πολλές γλώσσες, ο αριθμός του ρήματος και του ουσιαστικού πρέπει να συμφωνεί.

κομμάτι

noun (dated, slang (girl, young woman) (αργκό, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She is a cute little number, isn't she?
Είναι καλό κομμάτι, ε;

μουδιασμένος

adjective (without feeling)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
When Kate woke up, her arm was completely numb because she had slept on it wrong.
Όταν η Κέιτ ξύπνησε το χέρι της ήταν μουδιασμένο επειδή είχε κοιμηθεί λάθος πάνω του.

παράλυτος

adjective (paralyzed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
After she broke her back, Kate's legs were permanently numb.
Αφότου έσπασε την πλάτη της, τα πόδια της Κέιτ έμειναν για πάντα παράλυτα.

δεν με αγγίζει κτ, έχω ανοσία σε κτ

(figurative (desensitized) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
City people often become numb to the suffering of the homeless.
Οι άνθρωποι στις πόλεις συχνά παύουν να είναι ευαισθητοποιημένοι απέναντι στα προβλήματα των αστέγων.

αναισθητοποιώ

transitive verb (make numb)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The dentist numbed my mouth before he began working on my teeth.
Ο οδοντίατρος έκανε τοπική αναισθησία στο στόμα μου πριν αρχίσει τη δουλειά στα δόντια μου.

αναισθητοποιώ

transitive verb (figurative, often passive (desensitize to emotion) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The trauma of his childhood experiences has numbed him.

αρκετοί

plural noun (some, several) (μόνο πληθυντικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He has broken the rules a number of times.
Παραβίασε τους κανόνες αρκετές φορές.

ατομικός αριθμός

noun (physics: number of protons)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hydrogen has the lowest atomic number because it has only one proton.

παλαιότερο τεύχος, προηγούμενο τεύχος

noun (magazine, etc.: earlier issue)

τιμή κατά προσέγγιση

noun (figurative, informal, mainly US (approximate number)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αριθμός παρτίδας

noun (digits identifying a set)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The affected products can be identified by the batch number printed on each pack.

δυαδικός αριθμός

noun (number expressed using 0 and 1)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Most computer languages are based on binary numbers.

κωδικός εντοπισμού

noun (library book) (βιβλίου σε δανειστική βιβλιοθήκη)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The first sections of a call number represent the subject of a book.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (phone number: for return call)

Someone from the insurance company called while you were out; I've written down their callback number here.

απόλυτο αριθμητικό

noun (counting number: 1, 2, 3, etc.)

The students are learning the cardinal numbers in Spanish from one to ten.

μιγαδικός αριθμός

noun (mathematics:)

Real numbers are just a part of the larger set of complex numbers.

σύνθετος αριθμός

(mathematics)

τηλέφωνο επικοινωνίας

noun (phone number)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Please leave your contact number so that we can contact you as soon as possible.

χορευτικό νούμερο

noun (performance of a dance)

The girls were performing a dance number on the stage.

τηλέφωνο επικοινωνίας κατά τις εργάσιμες ώρες

noun (phone number during office hours)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Do you have a daytime telephone number on which we can contact you?

μειώνομαι

verbal expression (become fewer)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The attacks have decreased in number and in intensity.

κάνω κακό σε κπ

verbal expression (US, informal (have a bad effect on [sb])

ζυγός αριθμός

noun (2, 4, 6, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
All even numbers are divisible by two.

υπερβολικός αριθμός

noun (too many)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
That's an excessive number of people for such a small room. You seem to have an excessive number of socks in your suitcase.

εσωτερικό

noun (added to phone number) (τηλέφωνο)

If you know the extension number of the person you are trying to reach, press the number now.

φαξ

noun (dated, abbreviation (number of facsimile machine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I must have dialed the fax number because the phone answered with a whistle tone.

περιορισμένη ποσότητα

noun (limited quantity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a finite number of trees in the rain forest.

πεπερασμένος αριθμός

noun (definite number, not infinite)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Contrary to popular belief, there is a finite number of grains of sand on the beach.

τζιτζί,σύρμα, τζάμι, σούπερ

noun (slang, figurative ([sth] popular) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The new video game has been such a hot number that we have not been able to keep them in stock.

σεξουάλα, γκόμενος/α, μανούλι

noun (slang, figurative (sexually attractive person) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She was such a hot number, that to see her was to want her.

κωδικός αναγνώρισης, αύξων αριθμός

noun (unique serial number)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Could you give me the identification number which you will find on the underside of the laptop?

φανταστικός αριθμός

noun (mathematics) (μαθηματικά)

Today the students are learning about imaginary numbers.

αμέτρητος

noun (many)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We could see an immense number of stars in the night sky.

άρρητος αριθμός

noun (mathematics)

μεγάλο ποσό

noun (considerable amount)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
All tickets were sold out so a large number of fans had to watch the match on the big screens outside of the stadium.

μεγάλος αριθμός

noun (high numeral)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It is difficult to multiply large numbers together in your head.

αριθμός κυκλοφορίας

noun (often plural (vehicle's registration panel)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Personalized license plates sometimes cost more than a car. Some US states only require cars to have a license plate on the back.
Οι προσωποποιημένοι αριθμοί κυκλοφορίας ορισμένες φορές στοιχίζουν περισσότερο από ένα αυτοκίνητο. Σε κάποιες πολιτείες των ΗΠΑ τα αυτοκίνητα υποχρεούνται να φέρουν τον αριθμό κυκλοφορίας μόνο πίσω.

περιορισμένος αριθμός

noun (restricted series)

There were only a limited number of these cars manufactured, so you will be lucky to get one.

αριθμός παρτίδας

noun (digits used to identify a batch)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Make sure all your skeins of yarn have the same lot number; otherwise there may be color variations.

τυχερός αριθμός

noun (numeral thought to bring luck)

Michelle's lucky number is seven.

αριθμός Μαχ

noun (ratio of speed to sound) (ταχύτητα ήχου)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
This jet is capable of travelling at Mach 3.

μικτός αριθμός

noun (whole number and fraction, decimal)

The teacher is explaining how to perform calculations using mixed numbers.

αριθμός κινητού

noun (UK (cell phone number)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

συγκαταλέγομαι σε

(be one of)

This school numbers among the top ten schools in the nation.
Αυτό το σχολείο συγκαταλέγεται στα δέκα κορυφαία σχολεία της χώρας.

συμπεριλαμβάνω σε, συγκαταλέγω σε

(include in) (κάποιον/κάτι σε κάτι)

Some people believe that Mother Theresa should be numbered among the saints.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι η Μητέρα Τερέζα θα πρέπει να συμπεριληφθεί στους αγίους.

αριθμημένη γραμμή, αριθμημένη ευθεία

noun (mathematics)

ο αριθμός ένα

noun (numeral, cardinal number: 1)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Please look at paper number one in your packet.

νούμερο ένα επιτυχία

noun (song: biggest-selling) (μουσική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It made number one on the charts in the first week.
Έγινε νούμερο ένα επιτυχία στα τσαρτ από την πρώτη εβδομάδα.

ο εαυτούλης μου, η πάρτη μου

noun (slang, dated (oneself) (αργκό, παλαιό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Take care of number one.
Πρόσεχε την πάρτη σου.

το νούμερο ένα

noun as adjective (leading, most successful) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
For a long time, Ford was the number one automaker in America.

αγαπημένος

noun as adjective (favorite)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ron is my number one person.

αριθμητικό σύστημα

noun (system for representing numbers)

νούμερο δύο

noun (cardinal numeral: 2)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Contestant number two, please step forward.

χοντρό

noun (euphemism (bowel movement, defecation) (μεταφορικά)

Good boy, Johnny! You went number two in the potty!

μονός αριθμός

noun (numeral that is not even)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
1, 3, and 5 are all odd numbers.

μονός αριθμός

noun (uneven number: of [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There was an odd number of students in the class so they worked in pairs apart from one group of three people.

τακτικό αριθμητικό

noun (sequential numeral: 1st, 2nd, etc.)

In the sequence of ordinal numbers, seven is the seventh number, and 12 is the 12th number!

τέλειος αριθμός

noun (mathematics)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
6 is a perfect number because 1+2+3 = 6.

προσωπικός αριθμός ταυτοποίησης

noun (four-digit passcode)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
For security reasons, do not write down your personal identification number anywhere.

τηλέφωνο

noun (of individual, business) (μεταφορικά: ο αριθμός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Phone numbers only had five digits when my mother was born.
Οι αριθμοί τηλεφώνου είχαν μόνο πέντε ψηφία όταν γεννήθηκε η μητέρα μου.

PIN

noun (acronym (personal identification number)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
If you forget your PIN, you have to ask your bank to send you a new one.

πρώτος αριθμός

noun (figure divisible by itself and 1)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
In their search for new prime numbers, mathematicians use supercomputers nowadays.

ρητός αριθμός

noun (mathematics)

Decimals are rational numbers.

πραγµατικός αριθµός

noun (mathematics: rational or irrational number)

Seven is a real number and so is three fourths.

αντίστροφος αριθμός

noun (inverse of a numerical figure) (μαθηματικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
One-fifth, 1/5, is the reciprocal number of five. Two-fifths, 2/5, is the reciprocal of two and a half, 5/2.

αριθμός αναφοράς

noun (number that identifies a transaction)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αριθμός κυκλοφορίας

noun (number on vehicle licence plate)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Personalised registration numbers are very popular in the UK.

αριθμός πελάτη

noun (UK (building society)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Some building society accounts have a roll number.

αριθμός δωματίου

noun (sequential numeral given to a hotel room) (σε ξενοδοχείο)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Electronic room keys don't have the room number on them, so you have to remember what room you're in.

σειριακός αριθμός

noun (sequential ID number)

The serial number on a bottle of water carries information about where it was bottled.

αριθμός από το 13 έως το 19

noun (number: 13 to 19)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The teacher used a song to help the children learn the teen numbers.

τηλεφωνικός αριθμός

noun (digits dialled to reach [sb] by phone)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
When I first met Susan I made sure to write down her telephone number right away.

δωρεάν τηλεφωνικός αριθμός

noun (US (phone number that can be called without charge)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The area code for toll-free numbers is 800 or 888. The agency has a toll-free number so you can call without charge.

αριθμός αποστολής δέματος

noun (identification number of a parcel)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You can use the tracking number to find out when your parcel will be delivered.

ΑΦΜ

noun (registration code for tax purposes) (αριθμός φορολογικού μητρώου)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Please provide us with your VAT number if you have one.

ακέραιος αριθμός

noun (mathematics: integer)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The set of evens, together with the set of odds, form the set of whole numbers.

λάθος αριθμός

noun (telephone: call to wrong person)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λάθος αριθμός

noun ([sb] reached through mistaken call)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του number στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του number

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.