Τι σημαίνει το audience στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης audience στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του audience στο Αγγλικά.

Η λέξη audience στο Αγγλικά σημαίνει κοινό, κοινό, ακρόαση, ακρόαση, συμμετοχή του κοινού, συμμετοχή του ακροατηρίου, μπροστά σε κοινό, κπ που αναγκάζεται να ακούσει κάτι που δεν θέλει, παγκόσμιο ακροατήριο, διεθνές ακροατήριο, αναγνωστικό κοινό, κοινό, τηλεοπτικό κοινό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης audience

κοινό

noun (theatre, movie: spectators)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The audience applauded when the performance ended.
Οι θεατές χειροκρότησαν στο τέλος της παράστασης.

κοινό

noun (TV, radio: viewers, listeners) (γενικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We hope the new TV programme will appeal to a wide audience.
Ελπίζουμε ότι το νέο τηλεοπτικό πρόγραμμα θα προσελκύσει ένα ευρύ κοινό.

ακρόαση

noun (legal hearing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The lawyers requested an audience with the judge.

ακρόαση

noun (meeting with important figure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The king holds a public audience once a year.
Ο βασιλιάς προβαίνει σε δημόσια ακρόαση μία φορά τον χρόνο.

συμμετοχή του κοινού, συμμετοχή του ακροατηρίου

noun (performance, theater, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Audience participation is a fundamental part of the pantomime.

μπροστά σε κοινό

adverb (in front of people)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I hate speaking before an audience; I get stage fright and stammer over my words.

κπ που αναγκάζεται να ακούσει κάτι που δεν θέλει

noun (figurative ([sb] compelled to listen)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The subway train was stuck between stations for 30 minutes, during which time the busker had a captive audience.

παγκόσμιο ακροατήριο, διεθνές ακροατήριο

noun (worldwide attention)

αναγνωστικό κοινό

noun (intended readers)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
To be successful, a writer needs to identify his reading audience.

κοινό

noun (intended consumers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τηλεοπτικό κοινό

noun (people watching tv)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Judging by the programs that are aired these days, a lot of people in the television audience like to watch violence.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του audience στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του audience

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.