Τι σημαίνει το resolver στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης resolver στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του resolver στο ισπανικά.

Η λέξη resolver στο ισπανικά σημαίνει αποφασίζω για κτ, λύνω, λύνω, λύνω, λύνω, επιδιορθώνω, αντιμετωπίζω, χειρίζομαι, λύνω, λύνω, λύνω, προσπαθώ να ξεπεράσω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, επιλύω, λύνω, αποφασίζω, απαντάω, ξεδιαλύνω, λύνω, βρίσκω τη λύση, αντέχω, λύνω κτ μέσω της συζήτησης, αποφεύγω, προσδιορίζω, λύνω, ξεπετάω, εκκρεμής, λύνω κτ συζητώντας το, αυτός που λύνει προβλήματα, δεξιότητες αντιμετώπισης προβλημάτων, τα ξαναβρίσκω με κπ, αποτελεί λύση της εξίσωσης, λύνω το μυστήριο, εκκρεμώ, διακανονίζω ξανά, επιλύω ξανά, ξεκαθαρίζω κτ με καυγά, ανεπίλυτος, επίλυση προβλημάτων, αποφασίζω να κάνω κτ, παλεύω με κτ, κάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης resolver

αποφασίζω για κτ

El partido pide comentarios de los miembros antes de decidir un curso de acción.

λύνω

verbo transitivo (πρόβλημα, θέμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo resolveremos aquí y ahora mismo.

λύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Resolvieron la discusión pacíficamente.
Διευθέτησαν (or: τακτοποίησαν) τις διαφορές τους ήρεμα.

λύνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Resolviste la adivinanza ya?
Έλυσες το γρίφο;

λύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Natalie resolvió el problema de sus deudas con un segundo trabajo.
Η Νάταλι έλυσε το πρόβλημα του χρέους της πιάνοντας δεύτερη δουλειά.

επιδιορθώνω

(un problema)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντιμετωπίζω, χειρίζομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este problema llegó a mis manos y lo resolví.
Έλαβα γνώση του προβλήματος και το αντιμετώπισα.

λύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Cómo resolviste ese problema matemático?
Πώς έλυσες εκείνο το πρόβλημα μαθηματικών;

λύνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Trabajando juntos, los programadores resolvieron el problema con un código.

λύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry resolvió el misterio de la comida desaparecida cuando encontró a Oliver caminando sonámbulo hacia la heladera.
Ο Χάρι έλυσε το μυστήριο του φαγητού που χάνεται κατά τη διάρκεια της νύχτας όταν ανακάλυψε ότι ο Όλιβερ πήγαινε υπνοβατώντας στο ψυγείο.

προσπαθώ να ξεπεράσω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pasó años resolviendo la muerte de sus padres en un accidente.
Πέρασε χρόνια προσπαθώντας να ξεπεράσει τον θάνατο των γονιών του σε ένα ατύχημα.

καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, επιλύω, λύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estamos tratando de resolver la última pista del crucigrama.
Ακόμα προσπαθώ να καταλάβω αυτό τον τελευταίο ορισμό στο σταυρόλεξο.

αποφασίζω

(ότι/πως ή να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Glenn resolvió que perdería peso.
Ο Γκλεν πήρε την απόφαση να χάσει βάρος.

απαντάω

verbo transitivo (ερωτήσεις)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los estudiantes trabajaron duro para resolver todos los problemas de matemáticas.
Οι μαθητές δούλεψαν σκληρά για να λύσουν όλα τα προβλήματα των μαθηματικών.

ξεδιαλύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El detective consiguió resolver el misterio.
Ο ντετέκτιβ κατάφερε να ξεδιαλύνει το μυστήριο.

λύνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tienen muchos problemas que resolver en su matrimonio. Las cosas están muy mal entre la administración y el sindicato, no sé cómo van a resolver esta disputa.
Πρέπει να λύσουν πολλά προβλήματα στον γάμο τους.

βρίσκω τη λύση

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sherlock Holmes siempre encontraba al culpable, resolvía todos los casos.

αντέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dan no lo pudo resolver y lo despidieron.

λύνω κτ μέσω της συζήτησης

(por medio del diálogo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jen y su esposa van a terapia para intentar resolver sus diferencias.

αποφεύγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Solucionaron el virus eliminando algunas funciones.

προσδιορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"Debemos determinar qué ocurrió exactamente aquella noche", dijo el inspector Brown.
«Πρέπει να προσδιορίσουμε τι ακριβώς έγινε εκείνη τη νύχτα» είπε ο επιθεωρητής Μπράουν.

λύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No importa cuanto lo intente, no puedo solucionar este problema.

ξεπετάω

(figurado) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adam despachó todo su trabajo para la hora de comer para poder tomarse la tarde libre.

εκκρεμής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Todavía tenemos tres asuntos pendientes. Esperamos resolverlos por completo la semana que viene.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έχουμε τρία εκκρεμή ζητήματα. Αν όλα πάνε καλά, θα μπορέσουμε να τα επιλύσουμε την άλλη εβδομάδα.

λύνω κτ συζητώντας το

(informal) (ένα πρόβλημα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτός που λύνει προβλήματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεξιότητες αντιμετώπισης προβλημάτων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τα ξαναβρίσκω με κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi amigo y yo nos peleamos, pero ya arreglamos las cosas.

αποτελεί λύση της εξίσωσης

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λύνω το μυστήριο

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκκρεμώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διακανονίζω ξανά, επιλύω ξανά

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεκαθαρίζω κτ με καυγά

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανεπίλυτος

(ζήτημα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επίλυση προβλημάτων

locución verbal (coloquial)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
María puede ayudarme en cualquier situación gracias a su capacidad para resolver entuertos.

αποφασίζω να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fue entonces cuando Julia determinó cruzar el canal de la Mancha nadando.
Τότε ήταν που η Τζούλια αποφάσισε να διασχίσει τη Μάγχη κολυμπώντας.

παλεύω με κτ

(figurado) (μεταφορικά)

Todavía está luchando con los verbos irregulares del francés.
Ακόμη παλεύει με τα ανώμαλα ρήματα της γαλλικής.

κάνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του resolver στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του resolver

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.