Τι σημαίνει το problema στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης problema στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του problema στο ισπανικά.

Η λέξη problema στο ισπανικά σημαίνει πρόβλημα, άσκηση, πρόβλημα, ζήτημα, θέμα, αίνιγμα, καυγάς, καβγάς, άσχημα νέα, κακά μαντάτα, μπελάς, ζήτημα, θέμα, έννοια, έγνοια, έννοια, έγνοια, πρόβλημα, πρόβλημα, το πρόβλημα, δυσεπίλυτο πρόβλημα, δυσκολία, υπόθεση, αναποδιά, πρόβλημα, πρόβλημα, μπελάς, πρόβλημα, δεινό, βάσανο, πρόβλημα, πρόβλημα, θέμα, κόπος, κόπος, πάθηση, έγνοια, έννοια, πρόβλημα, πρόβλημα, διατάραξη, αναστάτωση, σύγχυση, ο ασκός του Αιόλου, θέμα, πολύπλοκο πρόβλημα, πολυδιάστατο πρόβλημα, Τι τρέχει;, Τι παίζει;, Τι τρέχει;, μην ανησυχείς, πρόβλημα, σπαζοκεφαλιά, καρδιακά προβλήματα, το κακό με κτ, συναισθηματική διαταραχή, καρδιοπάθεια, στεγαστική ανεπάρκεια, αλκοολισμός, ακανθώδες πρόβλημα, κακή υγεία, κακή κατάσταση της υγείας, πρόβλημα υγείας, πρόβλημα επιδόσεων, δεν διαφωνώ με κπ/κτ, ανησυχώ, αγχώνομαι, πανικοβάλλομαι, Κανένα πρόβλημα!, μικρο-, ψιλο-, εμπόδιο, χαλαρώνω, ηρεμώ, βρίσκω και επιλύω πρόβλημα, τσακίζω, το πρόβλημα, το πρόβλημα που έχει κπ/κτ, ανεμπόδιστος, κάνω, αδιαθεσία, μπελάς, βασικό ζήτημα, βασικό πρόβλημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης problema

πρόβλημα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ese coche no causó más que problemas.
Αυτό το αυτοκίνητο μας δημιούργησε μόνο προβλήματα.

άσκηση

nombre masculino (matemáticas)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tengo unas series de problemas como tarea para casa.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο δάσκαλος μας έβαλε ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα στα μαθηματικά και κανείς δεν βρήκε τη λύση.

πρόβλημα, ζήτημα, θέμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tienes que resolver el asunto de cómo hacer el seguimiento de los pagos.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της αντικοινωνικής συμπεριφοράς στους δρόμους.

αίνιγμα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La propuesta ha generado un problema constitucional.
Η πρόταση έθεσε ένα συνταγματικό αίνιγμα.

καυγάς, καβγάς

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Jim creó problemas a otro cliente del bar y le echaron a patadas
Ο Τζιμ έστησε καβγά και με άλλον πελάτη στο μπαρ και τον πέταξαν έξω.

άσχημα νέα, κακά μαντάτα

nombre masculino

El problema es: no pasaste el examen.
Τα κακά μαντάτα είναι ότι απέτυχες στο τεστ.

μπελάς

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Peter le dijo al niño "Avísame si ese bravucón se trae problemas."

ζήτημα, θέμα

(πρόβλημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La posesión de la tierra era el problema principal.
Η ιδιοκτησία της γης είναι το κύριο ζήτημα (or: θέμα).

έννοια, έγνοια

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ese no es mi problema.
Αυτό δε με αφορά.

έννοια, έγνοια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El auto es mi problema, no necesitas preocuparte por arreglarlo.

πρόβλημα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Esta lavadora siempre está dando problemas.
Αυτό το πλυντήριο βγάζει συνεχώς προβήματα.

πρόβλημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El proyecto de Jim tuvo unos pocos problemas y se retrasó.

το πρόβλημα

Quieres que deje a mi esposa, pero ya ves, la amo. Ese es el problema.

δυσεπίλυτο πρόβλημα

El problema de la nueva terapia ha retrasado el desarrollo.

δυσκολία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Estaba teniendo dificultades para meter la llave en la puerta.
Είχε πρόβλημα να βάλει το κλειδί στην πόρτα.

υπόθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El director resolvió el asunto rápidamente.
Ο διευθυντής χειρίστηκε άμεσα την υπόθεση.

αναποδιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Me temo que tenemos un imprevisto y no vamos a poder terminar el proyecto dentro del plazo.
Έγινε μια στραβή και δε θα μπορέσουμε να τελειώσουμε το πρότζεκτ εντός της προθεσμίας.

πρόβλημα

(coloquial)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πρόβλημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La dificultad es que no sé cómo ponerme en contacto con el dueño de la casa.
Το πρόβλημα είναι πως δεν ξέρω με ποιο τρόπο να έρθω σ' επαφή με τον ιδιοκτήτη του σπιτιού.

μπελάς

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El payaso de la clase es una amenaza y deberían expulsarlo.
Ο καραγκιόζης της τάξης είναι μπελάς και θα έπρεπε να αποβληθεί.

πρόβλημα, δεινό, βάσανο

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El poeta triste tenía mal de espíritu.

πρόβλημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La reunión se realizó sin incidentes.
Η συνάντηση ολοκληρώθηκε χωρίς κανένα πρόβλημα.

πρόβλημα, θέμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Si James quiere apostar todo su dinero y quedarse sin un céntimo, es asunto suyo.

κόπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Este trabajo es una molestia demasiado grande.
Αυτή η δουλειά παραείναι μεγάλος μπελάς.

κόπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
No vale la pena que hagas tu propia ropa.
Το να φτιάχνεις τα δικά σου ρούχα δεν αξίζει τον κόπο.

πάθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tiene una enfermedad cardiaca.
Πάσχει από καρδιοπάθεια.

έγνοια, έννοια

(ανησυχία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No tiene absolutamente ninguna preocupación.
Δεν έχει την παραμικρή έγνοια (or: έννοια).

πρόβλημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Estoy en un gran aprieto financiero.

πρόβλημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los planes de Dan tenían algunos obstáculos.

διατάραξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Parecía que había habido alguna irregularidad en los procedimientos judiciales.

αναστάτωση, σύγχυση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las mentiras que contamos nos metieron en un gran lío cuando todos se enteraron de la verdad. Ahora ya lo hiciste; fíjate en qué lío nos has metido.
Τα ψέμματα που είπαμε μας έβαλαν σε μεγάλο μπέρδεμα όταν έμαθαν όλοι την αλήθεια. Τώρα το έκανες. Κοίτα σε τι μπέρδεμα μας έβαλες.

ο ασκός του Αιόλου

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θέμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lo siento pero no es asunto (or: problema) tuyo.
Συγγνώμη, αλλά αυτό δεν είναι δική σου υπόθεση. Το κύριο μέλημα της κυβέρνησης είναι η διατήρηση της τάξης.

πολύπλοκο πρόβλημα, πολυδιάστατο πρόβλημα

(mitología, figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πρέπει να παλέψει με το τέρας της γραφειοκρατίας για να πάρει την πολυπόθητη άδεια.

Τι τρέχει;

locución interjectiva (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Τι παίζει;, Τι τρέχει;

locución interjectiva (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sara parecía triste así que le pregunté: "¿Pasa algo?"

μην ανησυχείς

locución interjectiva (AR)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
No te hagas problema, estoy justo atrás tuyo.
Μην ανησυχείς, είμαι εδώ, ακριβώς πίσω σου.

πρόβλημα

(informática)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ron avisó al tipo de IT para que arreglase un fallo técnico en el programa.
Ο Ρον κάλεσε τον κουμπιουτερά να διορθώσει ένα σφάλμα στο πρόγραμμα.

σπαζοκεφαλιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καρδιακά προβλήματα

Lo llevaron de urgencia al hospital por un problema del corazón.

το κακό με κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El problema de vivir en el campo es que tienes que manejar a todos lados.

συναισθηματική διαταραχή

El Dr. Frederick nunca antes se había topado con un trastorno emocional como ese.

καρδιοπάθεια

(coloquial)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στεγαστική ανεπάρκεια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αλκοολισμός

(eufemismo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
En el Reino Unido, el problema con el alcohol está muy extendido.

ακανθώδες πρόβλημα

(figurado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El financiamiento de la educación pública es un problema bastante espinoso.

κακή υγεία, κακή κατάσταση της υγείας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eduardo achacaba la mala salud de su madre a la cantidad de años que fumó.

πρόβλημα υγείας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Dejé de hacer excursionismo porque tengo algunos problemas de salud relacionados con la edad.

πρόβλημα επιδόσεων

(laboral, empresa)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δεν διαφωνώ με κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανησυχώ, αγχώνομαι, πανικοβάλλομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No te preocupes por cosas que no puedes controlar.

Κανένα πρόβλημα!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
—La radio no anda, quiero un reembolso. —Por supuesto señor. No hay problema.
Το ραδιόφωνο δεν λειτουργεί, θέλω τα χρήματά μου πίσω! Βεβαίως κύριε, κανένα πρόβλημα!

μικρο-, ψιλο-

Creo que la discusión que tuviste con tu esposa no es más que un problema pasajero.
Νομίζω ότι ο τσακωμός που είχες με τη γυναίκα σου ήταν απλά ένα μικροκαυγαδάκι.

εμπόδιο

(negocios, proyectos)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χαλαρώνω, ηρεμώ

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No te preocupes; vuelvo en un minuto.

βρίσκω και επιλύω πρόβλημα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La compañía emplea a Adam para que identifique un problema y encuentre la solución.

τσακίζω

locución verbal (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Perder mi empleo de manera inesperada fue un problema para mis planes de vacaciones.

το πρόβλημα

¿Cuál es el problema? ¿Necesitas ayuda?
Τι τρέχει; Χρειάζεσαι βοήθεια;

το πρόβλημα που έχει κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Cuál es el problema con tu maleta? ¿Tiene el asa rota?
Τι τρέχει με τη βαλίτσα σου; Έσπασε το χερούλι;

ανεμπόδιστος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los ladrones escaparon totalmente.
Η διαφυγή των ληστών ήταν ανεμπόδιστη (or: χωρίς εμπόδια).

κάνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αδιαθεσία

(salud) (αίσθημα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La mala racha lo dejó débil y desorientado.

μπελάς

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mantente lejos de ese chico, es un problema.

βασικό ζήτημα, βασικό πρόβλημα

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του problema στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του problema

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.