Τι σημαίνει το rounded στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rounded στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rounded στο Αγγλικά.

Η λέξη rounded στο Αγγλικά σημαίνει καμπυλωτός, στρογγυλεμένος, στρογγυλός, στρογγυλός, γύρω από, -, στρογγυλεμένος, -, κύκλος, γύρος, γύρος, βολή, στρογγυλεμένος, στρογγυλός, παχουλός, στρογγυλό, φυσσίγιο, φυσίγγι, γύρα, γύρος, κανόνας, γύρος, επίσκεψη, στρογγυλεύω, στρογγυλεύω, παίρνω, στρογγυλοποιώ, γεμάτη κουταλιά, ακέραιος, πλήρης, απόλυτος, πλήρης, πολύπλευρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rounded

καμπυλωτός

adjective (curvy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The dress showed off her rounded hips.

στρογγυλεμένος

adjective (figurative (balanced) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The documentary could have given a more rounded view of the subject.

στρογγυλός

adjective (circular)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Almost all coins are round.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Σχεδόν όλα τα νομίσματα έχουν κυκλικό σχήμα.

στρογγυλός

adjective (spherical)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tennis balls are round, but rugby balls are not.
Οι μπάλες του τένις είναι στρογγυλές, του ράγκμπι όχι.

γύρω από

preposition (around, encircling)

He tied the belt round his waist.
Έδεσε τη ζώνη γύρω από τη μέση του.

-

preposition (beyond: a bend or corner) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
There's a supermarket just round this corner.
Υπάρχει ένα σούπερ μάρκετ αμέσως μετά τη γωνία.

στρογγυλεμένος

adjective (curved)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The table has round corners.
Το τραπέζι έχει στρογγυλεμένες άκρες.

-

adverb (through, from beginning to end) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He would eat ice cream all year round.
Έτρωγε παγωτά όλο το χρόνο.

κύκλος, γύρος

noun (series: of talks, protests, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The foreign ministers entered their third round of negotiations.
Οι ξένοι υπουργοί ξεκίνησαν τον τρίτο κύκλο διαπραγματεύσεων.

γύρος

noun (sports competition: stage)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
This is the third round in the playoffs.
Αυτός είναι ο τρίτος γύρος των πλέι οφ.

βολή

noun (weapons discharge)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I probably fired 100 rounds at the target.
Πρέπει να έριξα 100 βολές στον στόχο.

στρογγυλεμένος

adjective (not angular)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
She had beautiful round handwriting.

στρογγυλός

adjective (number: whole, without fractions)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
3.14 is not a round number, but 3 is.

παχουλός

adjective (person: plump)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fat? I prefer to say that she is round.

στρογγυλό

noun (steak, cut of beef) (μοσχαρίσιο κρέας)

Ground round is generally preferred over general ground beef.

φυσσίγιο, φυσίγγι

noun (munitions, bullet)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Each round has a titanium tip.

γύρα

noun (often plural (circuit) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I said hi to the paperboy as he cycled past on his daily round.

γύρος

noun (serving of drinks)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Waiter! Another round of drinks!

κανόνας

noun (music: rhythmical canon) (στη μουσική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The children sang 'London's Burning' in a round.

γύρος

noun (golf: complete play)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I played two rounds of golf yesterday.

επίσκεψη

plural noun (routine check on hospital patients) (του ιατρού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The doctor is making his rounds right now.
Ο γιατρός κάνει επίσκεψη αυτή τη στιγμή.

στρογγυλεύω

intransitive verb (become round)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His face and body are beginning to round out now he is getting proper food.

στρογγυλεύω

transitive verb (make [sth] less pointy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She rounded the corners of the table to make it less dangerous.

παίρνω

transitive verb (turn: a bend or corner) (μτφ: τη στροφή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The sports car rounded the corner quickly.
Το αγωνιστικό αυτοκίνητο πήρε πολύ γρήγορα τη στροφή.

στρογγυλοποιώ

transitive verb (math: increase or decrease number)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Round your answer to the nearest whole number.

γεμάτη κουταλιά

noun (generous half-spherical spoonful) (όχι κοφτή)

We liked his desserts best of all because he always gave us a nice rounded scoop of ice cream.

ακέραιος, πλήρης, απόλυτος

adjective (figurative (person: having varied abilities)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
As a well-rounded individual, John excels in school as well as in sports and music.

πλήρης, πολύπλευρος

adjective (figurative (desirably varied, complete)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rounded στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του rounded

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.