Τι σημαίνει το room στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης room στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του room στο Αγγλικά.

Η λέξη room στο Αγγλικά σημαίνει δωμάτιο, χώρος, χώρος, δωμάτιο, δωμάτιο, περιθώριο, δωμάτιο, μένω, αίθουσα καλλιτεχνικών, πίσω δωμάτιο, παρασκήνιο, είμαι στριμωγμένος, αίθουσα τοκετού, αίθουσα συνεδριάσεων, μπόιλερ, αποθήκη, δωματιάκι, αίθουσα προσωπικού, ανάπαυλα, χώρος στον οποίο μπορείς να αναπνεύσεις, αποδυτήρια, δοκιμαστήριο, εφαρμογή ανταλλαγής μηνυμάτων, καθαρό δωμάτιο, αποστειρωμένος χώρος, αίθουσα κοινής χρήσης, εντευκτήριο, δωμάτιο υπολογιστών, αίθουσα συνεδριάσεων, αίθουσα συσκέψεων, εξεταστήριο, ιατρείο, αίθουσα ελέγχου, αίθουσα μοντάζ, δωμάτιο δραστηριοτήτων, χώρος ψυχαγωγίας, αίθουσα τοκετού, τραπεζαρία, της τραπεζαρίας, τραπεζαρία, τραπέζι, διπλό δωμάτιο, δωμάτιο με διπλό κρεβάτι, αίθουσα υποδοχής, καμαρίνι, χώρος, Τμήμα Εκτάκτων Περιστατικών, μηχανοστάσιο, δωμάτιο ψυχαγωγίας, εντατική, escape room, σαλόνι, καθιστικό, δοκιμαστήριο, σαλόνι, αίθουσα αναψυχής, πλέι ρουμ, ξενώνας, δωμάτιο νοσοκομείου, δωμάτιο ξενοδοχείου, αίθουσα σύσκεψης ενόρκων, πλυσταριό, αίθουσα διαλέξεων, χώρος για τα πόδια, καθιστικό, σαλόνι, αποδυτήρια, μπαρ, σαλόνι, καθιστικό, χώρος φύλαξης αποσκευών, αποθήκη, γραφείο αλληλογραφίας, κάνω χώρο, ανοίγω χώρο, αίθουσα χαρτών, κέντρο διοίκησης, δωμάτιο ψυχαγωγίας, αίθουσα τύπου, αίθουσα συνεδριάσεων, αίθουσα συσκέψεων, αντρική τουαλέτα, ανδρική τουαλέτα, δωμάτιο μετρητών, δωματιάκι, δωμάτιο μουσικής, αίθουσα τύπου, δεν υπάρχει περιθώριο σφάλματος, χειρουργείο, αίθουσα χειρουργικών επεμβάσεων, αίθουσα χειρουργείου, μπάνιο, χώρος προσευχής, χώρος πιεστηρίων, αίθουσα τύπου, αίθουσα προβολής, χώρος σε σπα όπου διατίθεται ιαματικό νερό, δωμάτιο για διάβασμα, δωμάτιο αναψυχής, χώρος υποδοχής, δωμάτιο ανάρρωσης, αίθουσα ψυχαγωγίας, αποχωρήτήριο, στέγαση και σίτιση, καμαριέρα, διαχωριστικό δωματίου, περιθώριο βελτίωσης, περιθώριο για ελιγμούς, ενοικίαση αίθουσας, αριθμός δωματίου, υπηρεσία δωματίου, θερμοκρασία δωματίου, θερμοκρασία δωματίου, περιθώριο κινήσεων, περισσεύει χώρος, μονόκλινο δωμάτιο, μονόκλινο δωμάτιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης room

δωμάτιο

noun (enclosed area in a building)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Our flat has five rooms.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το σχολείο έχει 25 αίθουσες διδασκαλίας.

χώρος

noun (space)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You can't buy that sofa. We have no room for it.
Δεν μπορείς να αγοράσεις αυτόν τον καναπέ. Δεν έχουμε χώρο.

χώρος

noun (capacity)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
With room for 300 people, the hotel's conference centre is ideal for large gatherings.
Έχοντας χώρο για 300 άτομα, το συνεδριακό κέντρο του ξενοδοχείου είναι ιδανικό για μεγάλες συγκεντρώσεις.

δωμάτιο

noun (hotel, lodging: vacancy)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hello, do you have a room available for this weekend?
Γεια σας, έχετε διαθέσιμα δωμάτια γι' αυτό το Σαββατοκύριακο;

δωμάτιο

noun (figurative (persons in a room) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The room quieted as he began his announcement.

περιθώριο

noun (figurative (opportunity) (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Is there room for improvement with this product?
Υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης αυτού του προϊόντος;

δωμάτιο

noun (bedroom)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He went to his room to read a book.

μένω

intransitive verb (lodge)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Yes, he rooms here at the inn from time to time.

αίθουσα καλλιτεχνικών

noun (classroom in school for art)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πίσω δωμάτιο

noun (private area to rear of a building)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παρασκήνιο

noun (figurative (private area) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

είμαι στριμωγμένος

verbal expression (informal (have little space)

Our house is so full of junk that we are cramped for room.

αίθουσα τοκετού

noun (delivery suite for childbirth)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αίθουσα συνεδριάσεων

noun (room where committee meets)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The employees have no voice here: all the big decisions are made in the boardroom.

μπόιλερ

noun (room containing hot-water tanks)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
During the winter, many homeless people sleep in the boiler room.

αποθήκη

noun (storage room)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δωματιάκι

noun (very small room)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αίθουσα προσωπικού

noun (staff room)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
All staff are invited to the break room for cake and coffee at 5 o'clock.

ανάπαυλα

noun (figurative (chance to think) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We are going to separate for a while because we both need some breathing space.

χώρος στον οποίο μπορείς να αναπνεύσεις

noun (enough space in which to breathe)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
So many people lived in the small apartment that there was no breathing space.

αποδυτήρια

noun (sport: area for changing clothes)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The team left the changing room in chaos after celebrating their victory.
Η αποχώρηση της ομάδας από τα αποδυτήρια ήταν χαοτική μετά τον εορτασμό της νίκης.

δοκιμαστήριο

noun (clothing shop: fitting room)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Minna went to the changing room to try on a skirt.
Η Μίνα πήγε να δοκιμάσει μια φούστα στο δοκιμαστήριο.

εφαρμογή ανταλλαγής μηνυμάτων

noun (internet conversation site)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We met in a chatroom for singles, and later began dating.

καθαρό δωμάτιο

noun (room that is free of dust and dirt)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hotel guests expect to find a clean room when they check in.

αποστειρωμένος χώρος

noun (laboratory: sterile environment)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hardware manufacturing requires a clean room for creating central-processing chips.

αίθουσα κοινής χρήσης

noun (recreation area for students, etc.)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εντευκτήριο

noun (public meeting and events space)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δωμάτιο υπολογιστών

noun (room where computers are used)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Computer rooms are kept very cold to protect the computers from overheating.

αίθουσα συνεδριάσεων, αίθουσα συσκέψεων

noun (room where meetings are held)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The meeting will be in the conference room in 15 minutes.

εξεταστήριο

noun (doctor's office)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dr. McCarthy sees her patients in consultation room B.

ιατρείο

noun (room where doctor sees patients) (δωμάτιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αίθουσα ελέγχου

(room with controls)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αίθουσα μοντάζ

(movie industry)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δωμάτιο δραστηριοτήτων

noun (room for leisure activities)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χώρος ψυχαγωγίας

noun (hospital: patient recreation room)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αίθουσα τοκετού

noun (birthing suite)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
They rushed her to the delivery room for an emergency Caesarean delivery.

τραπεζαρία

noun (room: where meals are eaten)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The family usually have their evening meal together in the dining room.
Τα μέλη της οικογένειας συνήθως παίρνουν βραδινό μαζί στην τραπεζαρία.

της τραπεζαρίας

adjective (relating to the room for eating meals)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τραπεζαρία

noun (table, chairs for eating meals) (τα έπιπλα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dining-room furniture is a few years old, but doesn't look outdated.

τραπέζι

noun (table for meals)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A white linen tablecloth covered the dining-room table.

διπλό δωμάτιο, δωμάτιο με διπλό κρεβάτι

noun (hotel room: bed for two)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'd like to book a double room for three nights.

αίθουσα υποδοχής

noun (dated (parlour)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After dinner, the ladies retired to the drawing room.

καμαρίνι

noun (theater: for changing costumes) (σε θέατρο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There are bright lights around the mirror in the actor's dressing room.

χώρος

noun (figurative, informal (space to move)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
With the lift almost full there wasn't much elbow room.

Τμήμα Εκτάκτων Περιστατικών

noun (hospital: casualty department)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The ambulance took the injured man to the emergency room. The casualty department was filled with victims of the accident.

μηχανοστάσιο

noun (literal (ship: room containing the engine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δωμάτιο ψυχαγωγίας

noun (in house: games area)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εντατική

noun (initialism (emergency room)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Where do you turn for the entrance to the ER?

escape room

noun (puzzle-solving activity)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σαλόνι, καθιστικό

noun (US (living room, lounge)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We have a big-screen TV in our family room. I love to sit in the family room and read a good book all day.

δοκιμαστήριο

noun (booth for trying on clothes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Once I'd picked out a few dresses, I went into the fitting room to try them on.

σαλόνι

noun (living room, lounge)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Kids were not allowed to play in the front room.

αίθουσα αναψυχής

noun (recreation area)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The nursing home residents gathered in the game room to play bingo.

πλέι ρουμ

noun (room with leisure facilities) (καθομιλουμένη)

The game room had all sorts of home arcade games including a pool table, video arcade games, air hockey and foosball.

ξενώνας

noun (spare bedroom for guests)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Our guest room does double duty as a home office.

δωμάτιο νοσοκομείου

noun (patient's room in hospital)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δωμάτιο ξενοδοχείου

noun (room in a hotel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It is a spacious hotel room.

αίθουσα σύσκεψης ενόρκων

(law)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πλυσταριό

noun (utility room)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The kitchen's a bit small but at least there's a laundry room.
Η κουζίνα είναι λίγο μικρή, τουλάχιστον, όμως, υπάρχει ένα πλυσταριό.

αίθουσα διαλέξεων

noun (conference hall)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Do you know which lecture room I need for the talk about Picasso?

χώρος για τα πόδια

noun (space to move one's legs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Let´s sit in the emergency exit row, because there´s more leg room there.

καθιστικό, σαλόνι

noun (lounge, family room)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The whole family gathered in the living room to play cards. My apartment has a kitchen, living room, two bedrooms, and a bathroom.
Όλη η οικογένεια συγκεντρώθηκε στο καθιστικό για να παίξει χαρτιά. Το διαμέρισμά μου έχει κουζίνα, καθιστικό, δύο κρεβατοκάμαρες και ένα μπάνιο.

αποδυτήρια

noun (sport: changing area) (μόνο πληθυντικός)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The school's locker room always smells bad after football games.

μπαρ

noun (UK (bar)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σαλόνι, καθιστικό

noun (UK (room for entertaining guests)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χώρος φύλαξης αποσκευών

noun (for storage of luggage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποθήκη

(UK (storage room)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γραφείο αλληλογραφίας

noun (sorting office for post)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κάνω χώρο, ανοίγω χώρο

verbal expression (create enough space for [sb] or [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Can we make room in the car for one more person?

αίθουσα χαρτών

noun (library where maps are kept) (σε βιβλιοθήκη)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κέντρο διοίκησης

noun (war room)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δωμάτιο ψυχαγωγίας

noun (room for movies, music, etc.)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Many new houses have luxurious media rooms--they almost look like theaters!

αίθουσα τύπου

noun (news media: press room)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αίθουσα συνεδριάσεων, αίθουσα συσκέψεων

noun (venue where discussions are held)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αντρική τουαλέτα, ανδρική τουαλέτα

noun (toilets for males) (συχνά πληθυντικός)

δωμάτιο μετρητών

noun (room containing utility meters)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δωματιάκι

noun (US, Can (lobby, small room)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δωμάτιο μουσικής

noun (room used to listen to, play music)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αίθουσα τύπου

noun (office where news is compiled)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The news room, full of journalists today, is very busy.

δεν υπάρχει περιθώριο σφάλματος

noun (accuracy required)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When designing airplanes, there is no room for error.

χειρουργείο

noun (room where surgery is performed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The surgeon went into his operating room to perform surgery. Operating theatres cannot be completely sterile.

αίθουσα χειρουργικών επεμβάσεων, αίθουσα χειρουργείου

noun (surgery: operating theatre)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μπάνιο

noun (euphemism (bathroom, toilets) (πιο κομψό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Excuse me; could you please point me to the powder room?

χώρος προσευχής

noun (chapel: place for praying)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χώρος πιεστηρίων

noun (room for printing presses) (τυπογραφείο)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αίθουσα τύπου

noun (room for reporters)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αίθουσα προβολής

noun (private cinema, room for screening films)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The projectionist works in the projection room.

χώρος σε σπα όπου διατίθεται ιαματικό νερό

noun (area in a spa for refreshments)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δωμάτιο για διάβασμα

(room for reading) (σε σπίτι)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δωμάτιο αναψυχής

noun (abbr, informal (recreation room)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
My house has a rec room in the basement with a pool table and air hockey.

χώρος υποδοχής

noun (lounge, dining room, etc.)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The original two reception rooms in this house have been knocked through to create one spacious lounge/dining room.

δωμάτιο ανάρρωσης

noun (hospital room for post-surgical care)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The recovery room is used for intensive monitoring of patients immediately after surgery.

αίθουσα ψυχαγωγίας

noun (games room)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The children often use the recreation room in the basement when their friends come over.

αποχωρήτήριο

noun (US (toilet facilities)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This restaurant has very unusual restrooms.

στέγαση και σίτιση

noun (rental arrangement: room plus meals)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καμαριέρα

noun ([sb] employed to clean hotel rooms) (γυναίκα υπάλληλλος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I can rely on my room attendant to clean my room.

διαχωριστικό δωματίου

noun (partition)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

περιθώριο βελτίωσης

noun (shortcoming, deficiency)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Although your attendance rate is good, your overall job performance leaves room for improvement.

περιθώριο για ελιγμούς

noun (figurative (leeway)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ενοικίαση αίθουσας

noun (UK (short-term rental of an indoor space) (για σύντομο διάστημα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αριθμός δωματίου

noun (sequential numeral given to a hotel room) (σε ξενοδοχείο)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Electronic room keys don't have the room number on them, so you have to remember what room you're in.

υπηρεσία δωματίου

noun (hotel service providing food in room)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I ordered room service half an hour ago! - where have you been? Instead of going down to the dining room tonight, let's call room service and have dinner right here.

θερμοκρασία δωματίου

noun (informal (indoor temperature comfortable to humans)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
For me the most comfortable room temperature's about 20°C.

θερμοκρασία δωματίου

noun (informal (food: temperature of surroundings)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
It's dangerous to leave uncooked meat at room temperature.

περιθώριο κινήσεων

noun (enough space to move around)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

περισσεύει χώρος

noun (plenty of space)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It'll all fit in my suitcase with room to spare.
Χώρεσαν όλα στη βαλίτσα μου και περίσσεψε και χώρος.

μονόκλινο δωμάτιο

noun (accommodation for one person in a hotel)

μονόκλινο δωμάτιο

noun (hotel room for one person)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The single rooms here are no wider than the beds they contain. I'd like to book a single room with shower, please.
Τα μονόκλινα δωμάτια εδώ δεν είναι μεγαλύτερα από τα κρεβάτια που διαθέτουν. Θα ήθελα να κάνω κράτηση για ένα μονόκλινο δωμάτιο με μπάνιο, παρακαλώ.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του room στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του room

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.