Τι σημαίνει το rush στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rush στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rush στο Αγγλικά.

Η λέξη rush στο Αγγλικά σημαίνει ορμώ, ορμάω σε κπ, ορμώ σε κπ, χιμώ σε κπ, βιασύνη, πυρετός, συρροή, παιχνίδι στο οποίο ένας παίκτης προσπαθεί να προωθήσει την μπάλα πέρα από τη γραμμή επίθεσης, επίθεση, εξόρμηση, έξαρση, καλάμια, μεγάλη ζήτηση, κύμα, βγαίνω γρήγορα, εμφανίζομαι γρήγορα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κάνω τάκλιν σε κπ, μεταφέρω γρήγορα, μεταφέρω βιαστικά, επισπεύδω, επιτίθεμαι σε κπ/κτ, τρέχω, μπαίνω βιαστικά, κάνω κάτι βιαστικά, φεύγω βιαστικά, πλησιάζω βιαστικά, πλησιάζω βιαστικά, κύμα αδρεναλίνης, πυρετός χρυσοθηρίας, βιαστικά, βιάζομαι, τρέπομαι σε φυγή, γυρίζω γρήγορα, ώρα αιχμής, που παρατηρείται σε ώρες αιχμής, βγαίνω βιαστικά, περνώ βιαστικά από κάπου, βιάζομαι να τελειώσω κτ, υπερδιέγερση μετά από κατανάλωση ζάχαρη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rush

ορμώ

intransitive verb (move with speed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He rushed through the airport to catch the plane.
Όρμησε μέσα στο αεροδρόμιο για να προλάβει το αεροπλάνο.

ορμάω σε κπ, ορμώ σε κπ, χιμώ σε κπ

(charge, run at [sb/sth])

The bull suddenly rushed at the farmer.

βιασύνη

noun (haste)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In her rush to get out of the door, Audrey forgot her purse and had no money to buy lunch that day.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η σπουδή του υπουργού να επιλύσει το θέμα δημιούργησε πολλά ερωτηματικά.

πυρετός

noun (intensity of activity) (μεταφορικά: δράση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There was a sudden rush of activity as the guests began to arrive. I miss the rush of city life.
Μου λείπει η ζωντάνια της ζωής στην πόλη.

συρροή

noun (onslaught)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was a rush of customers on the first day of the sale.
Την πρώτη ημέρα των εκπτώσεων, δημιουργήθηκε συνωστισμός στα καταστήματα.

παιχνίδι στο οποίο ένας παίκτης προσπαθεί να προωθήσει την μπάλα πέρα από τη γραμμή επίθεσης

noun (American football: running play) (αμερικανικό ποδόσφαιρο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The quarterback was tackled, and the pass rush was complete.

επίθεση

noun (hostile attack)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The mugger's rush at him was sudden and violent.

εξόρμηση

noun (migration)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Flight prices skyrocket during the winter rush to the tropics.
Οι τιμές των πτήσεων εκτοξεύονται στα ύψη τον χειμώνα, όταν σημειώνεται μαζική φυγή προς τις τροπικές χώρες.

έξαρση

noun (sudden appearance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The spring flowers have appeared with a rush this year.

καλάμια

noun (usually plural (marsh plant)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The fishermen stopped the boat among the rushes.

μεγάλη ζήτηση

noun (strong demand for commodity)

There was a rush for the popular doll before Christmas.

κύμα

noun (sudden intense emotion) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mark felt a rush of anger when he saw his enemy.

βγαίνω γρήγορα, εμφανίζομαι γρήγορα

intransitive verb (appear rapidly)

The star rushed onstage.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

intransitive verb (American Football: run with ball)

The team rushes for an average of two hundred yards a game.

κάνω τάκλιν σε κπ

transitive verb (American Football: tackle)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He rushed the player with the ball.

μεταφέρω γρήγορα, μεταφέρω βιαστικά

transitive verb (transport with haste)

The paramedics rushed Fred to the hospital.

επισπεύδω

transitive verb (hurry)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I rushed my decision, and later regretted it.

επιτίθεμαι σε κπ/κτ

transitive verb (charge)

The army rushed the enemy.

τρέχω

phrasal verb, intransitive (go about things hurriedly) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
James was rushing around, trying to get everything organized for the party.

μπαίνω βιαστικά

phrasal verb, intransitive (enter in a hurry)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He rushed in before we could stop him.

κάνω κάτι βιαστικά

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (do hastily)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't rush into a decision which you may regret later.

φεύγω βιαστικά

phrasal verb, intransitive (leave in a hurry)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I hate to rush off, but I am late for work.

πλησιάζω βιαστικά

phrasal verb, intransitive (approach in a hurry)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I rushed over to the woman who fell down to see if she was okay.

πλησιάζω βιαστικά

phrasal verb, intransitive (come over in a hurry)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She rushed up to me and grabbed my hand.

κύμα αδρεναλίνης

noun (flush of excitement or panic)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Roller coasters give him an adrenaline rush.

πυρετός χρυσοθηρίας

noun (mass migration to goldmine)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The gold rush of the early 20th century became a symbol of the American Dream.

βιαστικά

adverb (hurrying, making haste)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Isabella was running around in a rush trying to get everything ready.

βιάζομαι

adjective (hurrying, making haste)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ava was in a rush to get to work on time.

τρέπομαι σε φυγή

(hurry and leave)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When the soldiers arrived, the villagers rushed away.

γυρίζω γρήγορα

(return in a hurry)

I rushed back home after work so I could watch the hockey game on TV.

ώρα αιχμής

noun (peak traffic times)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The city roads are in chaos during the rush hour.
Οι δρόμοι της πόλης είναι χάος την ώρα αιχμής.

που παρατηρείται σε ώρες αιχμής

noun as adjective (peak traffic times)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Stan left work early to avoid the rush hour traffic.
Έφυγε νωρίς από τη δουλειά, για να αποφύγει την κίνηση που παρατηρείται σε ώρες αιχμής.

βγαίνω βιαστικά

(exit in a hurry)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We rushed out to get some medicines before the pharmacy closed.
Βγήκαμε βιαστικά να πάρουμε κάποια φάρμακα πριν κλείσει το φαρμακείο.

περνώ βιαστικά από κάπου

(hurry through a place)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ron rushed through the school to get to his class in time.

βιάζομαι να τελειώσω κτ

(hurry to complete [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Helen rushed through her homework.

υπερδιέγερση μετά από κατανάλωση ζάχαρη

noun (informal (energy boost)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
A sugar rush is followed by a quick dip in stamina.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rush στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του rush

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.