Τι σημαίνει το se montrer στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης se montrer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του se montrer στο Γαλλικά.

Η λέξη se montrer στο Γαλλικά σημαίνει δείχνω, δείχνω, εκφράζω, δείχνω, αποδεικνύω, δείχνω, εκθέτω, επιδεικνύω, δείχνω, προβάλλω, επιδεικνύω, επιδεικνύω, αποκαλύπτω, δείχνω, επιδεικνύω, επιδεικνύω, δείχνω, υποδεικνύω, επιδεικνύω, υποδεικνύω, φανερώνω, υποδηλώνω, υποδεικνύω, δείχνω, επιδεικνύω, δίνω, επιδεικνύω, δηλώνω, υποδηλώνω, υπερνικώ, αναγνωρίζω κτ σε κπ, ηθικολογία, πάω, στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων, κρατάω χαμηλό προφίλ, χρειάζομαι, στέκομαι πλάι σε κπ, είμαι δίπλα σε κπ, δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό, είμαι αυστηρός, είμαι σκληρός, είμαι στο επίκεντρο της προσοχής, λέω ανοιχτά την άποψή μου, υπερέχω σε εξυπνάδα, αποδεικνύομαι εξυπνότερος από κπ, ξεγελώ, εκδηλώνω θαυμασμό/εκτίμηση για, σταματώ να κρύβομαι, βάζω τα δυνατά μου, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό, δείχνω σεβασμό σε/προς, είμαι επιεικής με κπ, είμαι αυστηρός, είμαι σκληρός, μαλακώνω, πατρονάρω, δείχνω ασέβεια σε κπ, δείχνω σεβασμό σε/προς, δείχνω σεβασμό σε/προς, επιτυγχάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης se montrer

δείχνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il montre tout le temps ses dents quand il sourit.
Δείχνει πάντα τα δόντια του, όταν χαμογελά.

δείχνω, εκφράζω

(exprimer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il lui a montré son amour en lui offrant des fleurs.

δείχνω, αποδεικνύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cela montre qu'on ne peut faire confiance à personne.

δείχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκθέτω, επιδεικνύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δείχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Το αγόρι έδειξε (or: επέδειξε) μεγάλο θάρρος στην προσπάθειά του να σώσει τους φίλους του.

προβάλλω, επιδεικνύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vous devriez montrer à vos enfants la bonne attitude à adopter.
Θα πρέπει να προβάλλεις (or: επιδεικνύεις) το είδος της συμπεριφοράς που θέλεις να αντιγράψουν τα παιδιά σου.

επιδεικνύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποκαλύπτω, δείχνω

verbe transitif (son corps,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La robe de Janice dévoile ses épaules.
Το φόρεμα της Τζάνις αποκαλύπτει τους ώμους της.

επιδεικνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quand sa mère célèbre vient à l'école, il la montre à tous ses amis.

επιδεικνύω

(soutenu : montrer) (παρουσιάζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Après avoir caché son travail pendant des mois, il l'a finalement produit en public.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έδειξε το διαβατήριό του για έλεγχο.

δείχνω, υποδεικνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le sondage souligne son manque de popularité.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η έρευνα δείχνει πως οι νέοι έχουν την τάση να διαφωνούν με τους μεγαλύτερους.

επιδεικνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'homme riche aimait exhiber sa fortune.

υποδεικνύω, φανερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les lettres personnelles de l'Impératrice ont montré sa réticence à régner.

υποδηλώνω, υποδεικνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δείχνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La note de Maria au test indique son haut niveau d'intelligence.
Το σκορ της Μαρίας στο διαγώνισμα δείχνει υψηλό επίπεδο ευφυΐας.

επιδεικνύω

(avec ostentation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il aime bien exhiber ses talents au basketball.
Του αρέσει να επιδεικνύει τις ικανότητές του στο μπάσκετ.

δίνω

(παράδειγμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιδεικνύω

verbe transitif (για μέρη σώματος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen a exhibé sa poitrine.

δηλώνω, υποδηλώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La présence de représentants de la société à la réunion indique leur ouverture à la discussion.

υπερνικώ

(λόγω εξυπνάδας)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναγνωρίζω κτ σε κπ

(pour un service, une action)

Le président a organisé une cérémonie pour la remercier de sa contribution.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πρέπει να σου αναγνωρίσω ότι έκανες καταπληκτική δουλειά.

ηθικολογία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πάω

verbe pronominal (κάπου ή σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κρατάω χαμηλό προφίλ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Après la dispute, j'ai fait profil bas pendant quelques jours. Les espions ont tendance à faire profil bas pour tenter de passer inaperçus.
Μετά τον καυγά κράτησα χαμηλό προφίλ για μερικές μέρες. Οι κατάσκοποι συνήθως κρατούν χαμηλό προφίλ για να μην τραβούν την προσοχή.

χρειάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je garde toujours des trombones dans mon portefeuille : ça peut toujours être utile.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το βιβλίο που μου έδωσες μου φάνηκε πολύ χρήσιμο για την πτυχιακή μου.

στέκομαι πλάι σε κπ, είμαι δίπλα σε κπ

(μτφ: συμπαράσταση)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι αυστηρός, είμαι σκληρός

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

είμαι στο επίκεντρο της προσοχής

(figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λέω ανοιχτά την άποψή μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'élève a été exclus de cours pour s'être montré trop insolent.

υπερέχω σε εξυπνάδα

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le joueur d'échec s'est montré plus malin que son adversaire.

αποδεικνύομαι εξυπνότερος από κπ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le détective a attrapé le criminel en se montrant plus rusé que lui.

ξεγελώ

verbe pronominal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκδηλώνω θαυμασμό/εκτίμηση για

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σταματώ να κρύβομαι

verbe pronominal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sors de là, montre-toi !
Βγες από εκεί και σταμάτα να κρύβεσαι!

βάζω τα δυνατά μου, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό

verbe pronominal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Montrez-vous à votre avantage lors de votre prochain entretien d'embauche.

δείχνω σεβασμό σε/προς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Εκπαιδεύουμε όλους τους υπαλλήλους μας να δείχνουν σεβασμό στους πελάτες.

είμαι επιεικής με κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι αυστηρός, είμαι σκληρός

(με κάτι, σε κάτι)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

μαλακώνω

verbe pronominal (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle était en colère ce matin mais ce matin, elle s'est adoucie.
Χτες βράδυ ήταν θυμωμένη, αλλά μαλάκωσε το πρωί.

πατρονάρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δείχνω ασέβεια σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Comment osez-vous autant manquer de respect envers vos aînés ?

δείχνω σεβασμό σε/προς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δείχνω σεβασμό σε/προς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Πρέπει να δείχνεις περισσότερο σεβασμό στον πατέρα σου.

επιτυγχάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του se montrer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του se montrer

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.