Τι σημαίνει το se mettre στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης se mettre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του se mettre στο Γαλλικά.

Η λέξη se mettre στο Γαλλικά σημαίνει βάζω, φοράω, φορώ, φοράω, βάζω, -, βάζω, φοράω, φορώ, τοποθετώ, ακουμπάω, ποντάρω, φοράω, φορώ, φοράω, φορώ, βάζω, φοράω, βάζω, φοράω, φορώ, βάζω, τσοντάρω, αφήνω, τσοντάρω, βάζω, βάζω, ορίζω, χρεώνω, στρώνω, τακτοποιώ, στήνω, χώνω κτ σε κτ, παραχώνω κτ σε κτ, τοποθετώ, απλώνω, αποθέτω, εκθέτω, παρουσιάζω, βάζω, σφραγίζω,επιθέτω σφραγίδα σε, ανάβω, κλειδωμένος, βάζω, συντονίζω, συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω, τσοντάρω, βγάζω με την κουτάλα, βάζω με την κουτάλα, προβάρω, φυτεύω, απλώνω, καθιερώνομαι, τα παίρνω στο κρανίο, τα παίρνω, κάνω κπ Τούρκο, εξοργίζομαι, θυμώνω, με πιάνει πανικός, βρίσκω καταφύγιο, προσβάλλομαι, γονατίζω, θυμώνω, νευριάζω, ξεκινώ, φεύγω, ξεκινώ, αρχίζω, παίρνω προβάδισμα, καβαλάω, καβαλώ, προκαλώ απέχθεια, προκαλώ εχθρότητα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης se mettre

βάζω

verbe transitif (en ordre,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il mit toutes ses affaires en ordre avant de partir pour l'Australie.
Έβαλε σε τάξη όλες τις υποθέσεις του πριν φύγει για την Αυστραλία.

φοράω, φορώ

verbe transitif (des vêtements)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Que vais-je mettre aujourd'hui ?
Τι να βάλω σήμερα;

φοράω

(vêtements)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vous mettez du combien ?

βάζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mettons John au travail sur cette tâche.

-

verbe transitif (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Vous devriez mettre vos compétences linguistiques au service de la traduction ou de l'interprétariat.
Θα πρέπει να εφαρμόσεις τις γλωσσικές δεξιότητές σου όταν μεταφράζεις ή κάνεις διερμηνεία.

βάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mettons fin à cette dispute.
Ας δώσουμε ένα τέλος σε αυτή τη διαφωνία.

φοράω, φορώ

verbe transitif (du maquillage)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cette fille est trop jeune pour mettre du maquillage.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Με εκνευρίζει όταν βλέπω δεκαπεντάχρονα κοριτσάκια να φοράνε κραγιόν.

τοποθετώ, ακουμπάω

verbe transitif (un objet,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il mit son verre sur le bord de la table.
Έβαλε το ποτήρι στην άκρη του τραπεζιού.

ποντάρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je crois que je vais mettre (or: placer) vingt dollars sur cette jument. Je pense qu'elle va gagner.

φοράω, φορώ

verbe transitif (des chaussures)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quelles chaussures devrais-je porter (or: mettre) ?

φοράω, φορώ

verbe transitif (des vêtements)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Amanda porte (or: met) du noir la plupart du temps.

βάζω

verbe transitif (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le marchand a ajouté un coût supplémentaire de transport à l'article acheté.

φοράω, βάζω

(ρούχα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Έβαλε ένα πουλόβερ και τζιν και πήγε να ερευνήσει το θόρυβο.

φοράω, φορώ

verbe transitif (un vêtement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a mis une jolie petite robe pour aller à la fête.

βάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mets cette soupe à chauffer deux minutes au micro-ondes.
Βάλε απλά τη σούπα στο φούρνο μικροκυμάτων και βράσε τη για ένα δυο λεπτά.

τσοντάρω

(familier : de l'argent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ζητάμε σε όλους να τσοντάρουν 5 δολάρια για το δώρο του αφεντικού.

αφήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τσοντάρω

verbe transitif (de l'argent) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont chacun mis 100 euros et ont offert un voyage en Grèce à leur mère.
Ο καθένας τους έβαλε 100 Ευρώ και έκαναν δώρο στη μητέρα τους ένα ταξίδι στην Ελλάδα.

βάζω

verbe transitif (de la musique)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu pourrais mettre un CD ? J'aimerais bien un peu de musique.
Βάζεις κανένα CD; Θα μου άρεσε ν' ακούσω λίγη μουσική.

βάζω

verbe transitif (de l'essence) (βενζίνη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Petra mit de l'essence dans le réservoir de sa voiture.
Η Πέτρα έβαλε πετρέλαιο στο ντεπόζιτο του αυτοκινήτου της.

ορίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les responsables syndicaux ont mis fin à la grève après deux semaines.

χρεώνω

verbe transitif (sur une note, un compte)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu peux le mettre sur ma note ?

στρώνω

verbe transitif (la table, le couvert)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les enfants, venez mettre la table pour le dîner. Nous avons besoin d'assiettes et de bols.

τακτοποιώ, στήνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a mis les pièces d'échecs en place.

χώνω κτ σε κτ, παραχώνω κτ σε κτ

Mets ça dans ta poche avant que quelqu'un ne le voie.

τοποθετώ, απλώνω, αποθέτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En général, il met (or: il pose) les plans sur la table.
Συνήθως αραδιάζει (or: ακουμπάει) τα σχέδια στο τραπέζι.

εκθέτω, παρουσιάζω

(une affiche, photo,…)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a accroché une photo pour la montrer aux visiteurs.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Εξέθεσε μια φωτογραφία για να τη βλέπουν οι επισκέπτες.

βάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adrian a mis le journal sous son bras.
Ο Άντριαν έβαλε την εφημερίδα κάτω από την μασχάλη του.

σφραγίζω,επιθέτω σφραγίδα σε

verbe transitif (une étiquette)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανάβω

verbe transitif (un appareil,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mets (or: Allume) les phares, s'il te plaît. Il commence à faire nuit.
Θα ανάψεις τα φώτα; Αρχίζει να σκοτεινιάζει.

κλειδωμένος

locution verbale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βάζω

verbe transitif (Automobile) (ταχύτητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mike a mis (or: passé) la première et a filé.

συντονίζω

verbe transitif (Radio, TV : une station, chaîne)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dan a réglé la radio sur sa station préférée.
Ο Νταν συντόνισε το ραδιόφωνο στον αγαπημένο του σταθμό.

συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω

verbe transitif (de l'argent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si tout le monde met 15 livres, cela paiera la facture.
Εάν συνεισφέρουμε όλοι 15 λίρες θα καλύψουμε τον λογαριασμό.

τσοντάρω

verbe transitif (de l'argent) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les parents de Charlotte lui ont donné 1 000 livres pour ses frais de voyage.
Οι γονείς της Σαρλότ τσόνταραν 1000 λίρες για τα έξοδα του ταξιδιού της.

βγάζω με την κουτάλα, βάζω με την κουτάλα

verbe transitif (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Karen a mis la glace dans un bol.
Η Κάρεν έβαλε το παγωτό σε ένα μπολ.

προβάρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mettons (or: posons) ce pull sur ce mannequin.
Ας προβάρουμε αυτό το πουλόβερ σε εκείνο το μανεκέν.

φυτεύω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mafia a placé le corps dans la voiture de Jerry pour le faire accuser.

απλώνω

(étaler : une crème,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Appliquez de la crème solaire avant d'aller dehors.
Σε παρακαλώ βάλε αντηλιακό πριν βγεις έξω.

καθιερώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il a fallu du temps pour que la nouvelle organisation se mette en place.
Πήρε πολλά χρόνια μέχρι να καθιερωθεί το καινούριο σύστημα.

τα παίρνω στο κρανίο, τα παίρνω

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κπ Τούρκο

(μεταφορικά)

εξοργίζομαι, θυμώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

με πιάνει πανικός

βρίσκω καταφύγιο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προσβάλλομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γονατίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ben s'est agenouillé et a regardé sous la table.
Ο Μπεν γονάτισε και κοίταξε κάτω από το τραπέζι.

θυμώνω, νευριάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je m'énerve quand les gens sont impolis et odieux.
Θυμώνω (or: νευριάζω) όταν οι άνθρωποι είναι αγενείς και ενοχλητικοί.

ξεκινώ, φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
On devra partir très tôt pour éviter les bouchons des heures de pointe.
Θα πρέπει να ξεκινήσουμε πολύ νωρίς για να αποφύγουμε την κίνηση την ώρα αιχμής.

ξεκινώ, αρχίζω

(ταξίδι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils sont partis pour Londres tôt le lendemain matin. // Nous partirons à 5 h du matin.
Ξεκίνησαν για το Λονδίνο νωρίς την επόμενη μέρα. Θα ξεκινήσουμε στις πέντε το πρωί.

παίρνω προβάδισμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καβαλάω, καβαλώ

(une moto, un vélo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο νεαρός γύρισε την καρέκλα ανάποδα και την καβάλησε.

προκαλώ απέχθεια, προκαλώ εχθρότητα

(σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του se mettre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του se mettre

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.