Τι σημαίνει το seek στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης seek στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του seek στο Αγγλικά.
Η λέξη seek στο Αγγλικά σημαίνει αναζητάω, αναζητώ, ψάχνω, επιδιώκω, επιζητώ, ψάχνω, ζητάω, ζητώ, αναζητώ, ψάχνω, γυρεύω, αναζητώ, ψάχνω για, κυνηγώ, κρυφτό, εξοντώνω, προσφεύγω στη δικαιοσύνη, επιδιώκω την ειρήνη, αναζητώ ειρηνική λύση, αναζητώ καταφύγιο/προστασία, ζητώ εκδίκηση, επιδιώκω, επιζητώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης seek
αναζητάω, αναζητώ, ψάχνωtransitive verb (look for) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The detective is seeking some clues to the crime. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτό το βιβλίο το γύρευα καιρό. |
επιδιώκω, επιζητώtransitive verb (try to obtain) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She seeks fame and fortune. Επιδιώκει να έχει δόξα και να κάνει περιουσία. |
ψάχνωintransitive verb (literary (inquire) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Seek and you will find! Όποιος ψάχνει, βρίσκει! |
ζητάω, ζητώtransitive verb (request) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We seek advice from wise teachers. |
αναζητώ, ψάχνω, γυρεύωphrasal verb, transitive, inseparable (search for, try to find) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναζητώ, ψάχνω για, κυνηγώphrasal verb, transitive, separable (search, hunt) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) After moving to a new city, she decided to seek out like-minded people. Όταν μετακόμισε σε καινούρια πόλη αποφάσισε να αναζητήσει ομοϊδεάτες της. |
κρυφτόnoun (children's game) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A group of children played hide-and-go-seek in the public park. |
εξοντώνωverbal expression (military: find and kill) (στρατιωτικό: εχθρός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσφεύγω στη δικαιοσύνη(take a matter to court) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιδιώκω την ειρήνη, αναζητώ ειρηνική λύση(try to end conflict) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Negotiators are currently seeking peace in the Middle East. |
αναζητώ καταφύγιο/προστασία(look for shelter or protection) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The storm caused the hikers to seek refuge in a cave. The lonely child sought refuge in books. Η καταιγίδα ανάγκασε τους πεζοπόρους να αναζητήσουν καταφύγιο στη σπηλιά. Το μοναχικό παιδί αναζήτησε καταφύγιο στα βιβλία. |
ζητώ εκδίκηση(wish to take vengeance on [sb]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιδιώκω, επιζητώverbal expression (formal (attempt or wish to do [sth]) (προσπαθώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I seek to restore my honour. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του seek στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του seek
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.