Τι σημαίνει το sharing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sharing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sharing στο Αγγλικά.

Η λέξη sharing στο Αγγλικά σημαίνει μοιρασιά, μοιράζομαι, μοιράζομαι, μοιράζομαι, μοιράζομαι κτ με κπ/κτ, μοιράζομαι, μοιράζομαι κτ με κπ/κτ, μοιράζομαι, μερίδιο, μέρος, μετοχή, λέω, διαμοιρασμός κόστους, επιμερισμός κόστους, επιμερισμός θέσης εργασίας, συμμετοχή στα κέρδη, σχετικά με την κατανομή κερδών, σχετικά με τη συμμετοχή στα κέρδη, το να μοιράζομαι, κοινή ιδιοκτησία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sharing

μοιρασιά

noun (dividing [sth] up between people)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The enormous bag of chips was intended for sharing, but Joe ate them all by himself!

μοιράζομαι

noun (allowing others a turn to enjoy [sth]) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kim told her sons that sharing was important; they should not fight over their toys.

μοιράζομαι

noun (US, informal (communicating thoughts and feelings) (μτφ: σκέψεις, συναισθήματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το να μοιράζομαι τα συναισθήματά μου με βοηθάει να νιώσω καλύτερα.

μοιράζομαι

transitive verb (use together)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Amy and Ron share an apartment.
Η Έιμι και ο Ρον συγκατοικούν σε ένα διαμέρισμα.

μοιράζομαι κτ με κπ/κτ

(use [sth] together)

Kathy shares the house with her sister.

μοιράζομαι

transitive verb (allow others to use)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The children in the class had to share the textbooks.

μοιράζομαι κτ με κπ/κτ

(allow [sb] to use [sth])

Gary shared the toy with his brother.

μοιράζομαι

intransitive verb (be cooperative)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Small children must learn how to share.
Τα μικρά παιδιά πρέπει να μαθαίνουν να μοιράζονται.

μερίδιο, μέρος

noun (part, percentage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Each of us gets a share of the profits.
O κάθε ένας από εμάς θα πάρει ένα μερίδιο (or: μέρος) από τα κέρδη.

μετοχή

noun (usu. plural (finance: equity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Every employee has shares in the company.
Όλοι οι υπάλληλοι έχουν μετοχές της εταιρείας.

λέω

transitive verb (esp UK (tell)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You have some news about her? Oh, do share it!
Έμαθες κάτι για κείνη; Έλα, πες το μου!

διαμοιρασμός κόστους, επιμερισμός κόστους

noun (fee split between two parties)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Health insurance plans have various cost-sharing structures.

επιμερισμός θέσης εργασίας

noun (dividing a job position)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

συμμετοχή στα κέρδη

noun (employees share profits)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The company offers its employees profit sharing in addition to a paid pension and paid insurance.

σχετικά με την κατανομή κερδών, σχετικά με τη συμμετοχή στα κέρδη

adjective (plan, scheme)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το να μοιράζομαι

noun (allowing other people a turn to enjoy [sth])

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κοινή ιδιοκτησία

noun (joint ownership of property)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Time-sharing was a very popular investment proposition in the 1980s.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sharing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του sharing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.