Τι σημαίνει το share στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης share στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του share στο Αγγλικά.
Η λέξη share στο Αγγλικά σημαίνει μοιράζομαι, μοιράζομαι κτ με κπ/κτ, μοιράζομαι, μοιράζομαι κτ με κπ/κτ, μοιράζομαι, μερίδιο, μέρος, μετοχή, λέω, δωρεάν μετοχές, μετοχικό κεφάλαιο, EPS, συμμετοχή, δίκαιο μερίδιο, συγκατοίκηση, συναπασχόληση, μερίδα του λέοντος, μερίδιο αγοράς, πληρώνω το μερίδιο μου, επιμερισμός εσόδων, κρεβάτι, επωφελούμαι από, έχω μερίδιο σε, μερίδιο αγοραστικής δύναμης του πελάτη, μοιράζω, υπέρ το άρτιο διαφορά, τιμή μετοχής, μερίδιο, χρονομερίδιο, χρονομεριδίου, έχω χρονομερίδιο σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης share
μοιράζομαιtransitive verb (use together) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Amy and Ron share an apartment. Η Έιμι και ο Ρον συγκατοικούν σε ένα διαμέρισμα. |
μοιράζομαι κτ με κπ/κτ(use [sth] together) Kathy shares the house with her sister. |
μοιράζομαιtransitive verb (allow others to use) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The children in the class had to share the textbooks. |
μοιράζομαι κτ με κπ/κτ(allow [sb] to use [sth]) Gary shared the toy with his brother. |
μοιράζομαιintransitive verb (be cooperative) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Small children must learn how to share. Τα μικρά παιδιά πρέπει να μαθαίνουν να μοιράζονται. |
μερίδιο, μέροςnoun (part, percentage) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Each of us gets a share of the profits. O κάθε ένας από εμάς θα πάρει ένα μερίδιο (or: μέρος) από τα κέρδη. |
μετοχήnoun (usu. plural (finance: equity) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Every employee has shares in the company. Όλοι οι υπάλληλοι έχουν μετοχές της εταιρείας. |
λέωtransitive verb (esp UK (tell) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You have some news about her? Oh, do share it! Έμαθες κάτι για κείνη; Έλα, πες το μου! |
δωρεάν μετοχέςnoun (free stocks given to shareholder) (ως μπόνους) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μετοχικό κεφάλαιοnoun (company's stock) |
EPSnoun (initialism (finance: earnings per share) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
συμμετοχήnoun (business: part ownership) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δίκαιο μερίδιοnoun (equitable amount) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) They are not receiving a fair share of the profits. |
συγκατοίκησηnoun (UK (shared apartment) |
συναπασχόλησηnoun (employment arrangement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μερίδα του λέοντοςnoun (figurative (largest portion of [sth]) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μερίδιο αγοράςnoun (percentage of total sales) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Microsoft has seen its market share decrease with Apple's increasing popularity. Με την αύξηση της δημοτικότητας της Apple, η Microsoft είδε το μερίδιο αγοράς της να μειώνεται. |
πληρώνω το μερίδιο μουverbal expression (contribute fairly to the cost of [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Please pay your share of the rent before the end of the month. |
επιμερισμός εσόδωνnoun (distribution of profits) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κρεβάτιverbal expression (be lovers) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) They no longer shared a bed. |
επωφελούμαι από, έχω μερίδιο σε(receive part of) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It's unfair that taxpayers cannot share in the huge banking profits. |
μερίδιο αγοραστικής δύναμης του πελάτηnoun (commerce: percentage of customer's total purchases made from one business) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μοιράζω(UK (distribute fairly) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The boys shared the money out equally among themselves. |
υπέρ το άρτιο διαφοράnoun (finance: company account) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τιμή μετοχήςnoun (cost of financial stocks) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) So far this year share prices have fallen by a fifth. |
μερίδιοnoun (UK (part of [sth] that is shared) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χρονομερίδιοnoun (shared property) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Although some people think it's a good value, I think timeshares are a waste of money. |
χρονομεριδίουnoun as adjective (property: timeshared) (σε γενική) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) The Millers have a timeshare condo at Edisto Island. |
έχω χρονομερίδιο σε κτtransitive verb (share property ownership and use) (δεν μου ανήκει) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mr. Jacobs bought a house at the beach, but he plans to timeshare it in order to save money. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του share στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του share
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.