Τι σημαίνει το shopping στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης shopping στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του shopping στο Αγγλικά.

Η λέξη shopping στο Αγγλικά σημαίνει ψώνια, ψώνια, ψώνια, καταστήματα, μαγαζιά, κατάστημα, εργαστήριο, ψωνίζω, ψώνια, μάθημα στο οποίο διδάσκονται βασικές γνώσεις ξυλουργικής, μεταλλουργίας, μαστορεμάτων κ.λπ., ψωνίζω, αγοράζω, ρετουσάρω. φωτοσοπάρω, καρφώνω, δίνω, αγορά κατόπιν έρευνας, κάνω τα ψώνια, κάνω ψώνια, πάω για ψώνια, πάω για ψώνια, καρότσι, ψώνια, ψώνια, αγορές από το σπίτι, ψώνια από το σπίτι, εμπορικό κέντρο, mystery shopping, shopping bag, σακούλα, καλάθι αγορών, καλάθι αγορών, καλάθι αγορών, εμπορικό κέντρο, κανάλι πωλήσεων, κανάλι τηλεπωλήσεων, λίστα για τα ψώνια, εμπορικό κέντρο, κανάλι πωλήσεων, κανάλι τηλεπωλήσεων, εμπορικό κέντρο, καταναλωτικό όργιο, βόλτα για ψώνια, βόλτα στις βιτρίνες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης shopping

ψώνια

noun (chore: buying provisions)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He went to the supermarket to do the shopping.
Πήγε στο σούπερ μάρκετ για να κάνει τα ψώνια.

ψώνια

noun (activity: buying things)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I love shopping - especially for clothes.
Λατρεύω τα ψώνια - ειδικά να αγοράζω ρούχα.

ψώνια

noun (items purchased)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Mother just came home with two huge bags of shopping.
Η μητέρα μόλις γύρισε στο σπίτι με δύο τεράστιες σακούλες ψώνια.

καταστήματα, μαγαζιά

noun (facilities for shopping)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The shopping is very nice at that mall.

κατάστημα

noun (mainly UK (store: retail outlet)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The shop specialised in hiking equipment.
Το μαγαζί ειδικευόταν σε εξοπλισμό αναρρίχησης.

εργαστήριο

noun (US (workshop)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He keeps a shop in the basement with all his tools.
Έχει ένα εργαστήριο με όλα του τα εργαλεία στο υπόγειο.

ψωνίζω

intransitive verb (buy things)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My wife can shop all day long.
Η γυναίκα μου είναι ικανή να κάνει ψώνια όλη τη μέρα.

ψώνια

noun (informal (act of shopping)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
There is nothing like a good shop to cheer oneself up.
Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο για να σου φτιάξει το κέφι από μια βόλτα στα μαγαζιά.

μάθημα στο οποίο διδάσκονται βασικές γνώσεις ξυλουργικής, μεταλλουργίας, μαστορεμάτων κ.λπ.

noun (US (school: tools, wood)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He made a wooden boat in shop class.

ψωνίζω, αγοράζω

transitive verb (US, informal (buy things from)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We shop traditional Indian for our vegetables.

ρετουσάρω. φωτοσοπάρω

transitive verb (informal (digitally alter: a photo) (ζαργκόν: φωτογραφία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The photo that appeared in the paper had been shopped.

καρφώνω, δίνω

transitive verb (UK, slang (inform on) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The thief was caught when his girlfriend shopped him to the police.

αγορά κατόπιν έρευνας

noun (comparing prices)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A little comparison shopping can save you thousands on the price of a new car.

κάνω τα ψώνια

expression (do the grocery buying for a family, etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω ψώνια

verbal expression (buy groceries)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάω για ψώνια

verbal expression (chore: shop for provisions)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We've completely run out of sugar – I'll have to go shopping this afternoon.
Μας τελείωσε εντελώς η ζάχαρη - Θα πρέπει να πάω για ψώνια το απόγευμα.

πάω για ψώνια

verbal expression (activity: make purchases)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After her exam, Mary went shopping and bought a new dress for the prom.
Μετά τις εξετάσεις, η Μαίρη πήγε για ψώνια και αγόρασε ένα καινούριο φόρεμα για τον χορό αποφοίτησης.

καρότσι

noun (shopping trolley)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ψώνια

noun (purchasing food items) (γενικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I have to do the grocery shopping today.

ψώνια

noun (purchased food items) (γενικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αγορές από το σπίτι, ψώνια από το σπίτι

noun (buying items via tv or internet)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμπορικό κέντρο

noun (shopping centre)

We're going to look for new shoes at the mall.
Θα πάμε να κοιτάξουμε για καινούρια παπούτσια στο εμπορικό κέντρο.

mystery shopping

noun (undercover quality control)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

shopping bag

noun (tote used for shopping) (μόδα, τσάντα)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σακούλα

noun (plastic carrier)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλάθι αγορών

noun (receptacle for purchases)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καλάθι αγορών

noun (figurative (internet: items selected to buy) (στο ίντερνετ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καλάθι αγορών

noun (internet: items selected to buy)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εμπορικό κέντρο

noun (US (retail complex)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
They're going to build a new shopping center on that plot of land.

κανάλι πωλήσεων, κανάλι τηλεπωλήσεων

noun (television station used to sell goods)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λίστα για τα ψώνια

noun (items to be bought)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Denise always makes a shopping list before she goes to the supermarket.

εμπορικό κέντρο

noun (mainly US (covered retail centre)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I visited ten different stores at the shopping mall.
Πήγα σε δέκα διαφορετικά καταστήματα στο εμπορικό κέντρο.

κανάλι πωλήσεων, κανάλι τηλεπωλήσεων

noun (television station used to sell goods)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμπορικό κέντρο

noun (mall)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His house is only a mile away from the shopping plaza.

καταναλωτικό όργιο

noun (frenzied, indulgent buying)

βόλτα για ψώνια

noun (visit to the shops)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The sisters went on a shopping trip to buy clothes for the upcoming party.

βόλτα στις βιτρίνες

noun (figurative, informal (browsing store displays)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I enjoy window shopping even when I can't afford to buy anything.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του shopping στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του shopping

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.