Τι σημαίνει το splitting στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης splitting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του splitting στο Αγγλικά.

Η λέξη splitting στο Αγγλικά σημαίνει που διαλύεται, πολύ γρήγορος, σπάω, σπάζω, χωρίζω, μοιράζω, σχίζομαι, σπάω, σπάζω, ρωγμή, χωρισμός, διαιρεμένος, διχαλωτός, διασπασμένος, σπαγκάτο, μπουκάλι ποτού με μέγεθος 1/4 του κανονικού, σπλιτ, διάσπαση, ρήξη, διαίρεση, χωρίζω, χωρίζω, το σκάω, διαλύομαι, διαιρώ, χωρίζω, διαπεραστικός, οξύς, σχολαστικότητα, λεπτολογία, τσεκούρι, ξεκαρδιστικός, έντονος πονοκέφαλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης splitting

που διαλύεται

adjective (coming apart)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The splitting plasterwork needed attention.

πολύ γρήγορος

adjective (dated (very fast)

The fellow bid us farewell and set off at a splitting pace.

σπάω, σπάζω

transitive verb (cause to break)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He split the board by stepping on it.
Με το που πάτησε τη σανίδα, την άνοιξε στα δύο.

χωρίζω, μοιράζω

transitive verb (separate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The magician split the cards into three piles.
Ο μάγος μοίρασε τα χαρτιά σε τρεις στοίβες.

σχίζομαι, σπάω, σπάζω

intransitive verb (break, separate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The old board split right down the middle when I stepped on it.
Με το που την πάτησα, η παλιά σανίδα άνοιξε στη μέση.

ρωγμή

noun (crack)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The split went down the entire windshield.
Το ράγισμα διέσχιζε όλο το παρμπρίζ ως κάτω.

χωρισμός

noun (unfriendly separation of people)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The split between John and Cory hurt the entire group of friends.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η ρήξη ανάμεσα στον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο επηρέασε ολόκληρη την εταιρεία.

διαιρεμένος

adjective (divided)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The split party couldn't reach a consensus.

διχαλωτός

adjective (cleft)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The Bible contains food rules on animals with split hooves.

διασπασμένος

adjective (of a stock)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The split stock soon began to appreciate.

σπαγκάτο

noun (acrobatic manoeuvre)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Her legs were flexible enough that she could do a split.

μπουκάλι ποτού με μέγεθος 1/4 του κανονικού

noun (UK (quarter-size bottle of wine)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
A split is a bottle holding a quarter the usual amount of champagne.

σπλιτ

noun (bowling)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The 7-10 split is the most difficult situation in ten pin bowling.

διάσπαση

noun (stock)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After the split, the stock was worth 40.

ρήξη, διαίρεση

noun (division)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The split proved to be disastrous for the party, as voters deserted both factions.

χωρίζω

intransitive verb (slang (divorce)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The couple split after five years of marriage.

χωρίζω

intransitive verb (slang (couple: end relationship)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The couple split after they went to study at different universities.

το σκάω

intransitive verb (slang (leave quickly) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She split soon after her parents arrived.
Μόλις έφτασαν οι γονείς της, την κοπάνησε.

διαλύομαι

intransitive verb (musical group: disband)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Even though the Beatles were an amazing group, they eventually split.

διαιρώ, χωρίζω

transitive verb (people: divide)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The vote on fox hunting split the party 70-30.

διαπεραστικός, οξύς

adjective (figurative (scream, etc.: high-pitched)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σχολαστικότητα

adjective (figurative (faultfinding)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λεπτολογία

noun (figurative (making of trivial distinctions)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τσεκούρι

noun (axe for splitting wood)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Adam swung the maul and split the log with one blow.

ξεκαρδιστικός

adjective (figurative (hilarious, very funny)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έντονος πονοκέφαλος

noun (informal (severe head pain)

Would you turn the music down? - it's giving me a splitting headache.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του splitting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του splitting

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.