Τι σημαίνει το spots στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης spots στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του spots στο Αγγλικά.
Η λέξη spots στο Αγγλικά σημαίνει λεκές, τόπος, σπυράκι, εξάνθημα, βούλες, βουλίτσες, κηλίδα, βούλες, εντοπίζω, άμεσης παράδοσης, σύντομος, διαφήμιση, προβολέας, λίγος, τοποθεσία, παράσταση, λερώνομαι, λεκιάζομαι, ψιχαλίζει, λεκιάζω, λερώνω, δανείζω κτ σε κπ, τοποθετώ, τοποθετώ, βάζω, παρακολουθώ, γεροντική κηλίδα, φαλάκρα, ελιά, τοπίο φυσικής ομορφιάς, μελανή κηλίδωση, επικίνδυνο σημείο, επικίνδυνη περιοχή, τυφλό σημείο, τυφλό σημείο, ευχάριστη νότα, κτ είναι ό,τι πρέπει, κέντρο, in στέκι, in μαγαζί, hotspot, hotspot, σημείο ανάφλεξης, σε δύσκολη θέση, στριμωγμένος, νυχτερινό μαγαζί, αμέσως, άμεσα, επιτόπου, σε δύσκολη θέση, που γίνεται εδώ και τώρα, θέση πάρκινγκ, στριμώχνω, φέρνω κπ σε δύσκολη θέση, δύσκολη φάση, αδυναμία, ευαίσθητο σημείο, ευαίσθητη χορδή, αιφνιδιαστικός έλεγχος, καθαρίζω κτ τοπικά, ακριβής, τιμή για άμεση παράδοση, τιμή για άμεση παράδοση, συγκολλητής, πονταδόρος, συγκόλληση μετάλλων, ποντάρισμα, ψιλοβρέχει, συγκολλώ σε σημεία, το καλύτερο σημείο, δύσκολη περίοδος, φάση, εστία αναταραχών, τουριστικός προορισμός, ζεστό σημείο, -, στέκι που τα πίνω, αδυναμία, αδύνατο σημείο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης spots
λεκέςnoun (stain) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) There is a ketchup spot on your shirt there. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τι είναι αυτές οι κηλίδες αίματος στο πάτωμα; |
τόποςnoun (informal (location) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) That's the spot where the murder took place. Εδώ είναι ο τόπος όπου διαπράχθηκε ο φόνος. |
σπυράκιnoun (UK, often plural (pimple, zit: facial blemish) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The teenager bought a special face wash to treat his spots. |
εξάνθημαnoun (usually plural (disease: blemish) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Karen has chickenpox and is covered in spots. |
βούλες, βουλίτσεςplural noun (insect: markings) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The most common ladybird in Britain has seven spots. |
κηλίδαplural noun (animal: markings) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cheetahs have black spots. Τα τσιτάχ έχουν μαύρες πιτσιλιές. |
βούλεςplural noun (pattern: large dots) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) I prefer floral patterns to spots or stripes. |
εντοπίζωtransitive verb (detect, see) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The policeman spotted the criminal and started running after him. Ο αστυνομικός εντόπισε τον κακοποιό κι άρχισε να τον κυνηγάει. |
άμεσης παράδοσηςadjective (finance: current price) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Currency trades on the spot market and the forward market. |
σύντομοςadjective (TV, radio: short duration) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The group ran a series of spot announcements on local radio. |
διαφήμισηnoun (short advertisement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The Pepsi spot lasted for 30 seconds. |
προβολέαςnoun (abbreviation (spotlight) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) That is when they turned off all the lights and shone the spot on him. |
λίγοςnoun (informal, UK (small amount of [sth]) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Would you like a spot of tea? Robert asked Dan if he fancied a spot of lunch. |
τοποθεσίαnoun (geographical area) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tim and Nicola picnicked at a local beauty spot. |
παράστασηnoun (individual performance time) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The makeup artist rushed to get the singer ready for her spot. |
λερώνομαι, λεκιάζομαιintransitive verb (become stained) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Your white blouse will spot really easily if you chop those cherries with it on. |
ψιχαλίζειintransitive verb (rain lightly) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) It's not really raining yet, but it's spotting; you should take an umbrella just in case. |
λεκιάζω, λερώνωtransitive verb (stain) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The oil splashed and spotted the tablecloth. |
δανείζω κτ σε κπtransitive verb (informal (lend) Hey man, can you spot me twenty dollars? |
τοποθετώtransitive verb (place) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The mobile phone mast was controversially spotted near the school. |
τοποθετώ, βάζωtransitive verb (sports: place) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The referee spotted the ball too close to the goal after the penalty. |
παρακολουθώtransitive verb (weightlifting) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Can you spot me while I do the bench press? |
γεροντική κηλίδαnoun (skin blemish) (στο δέρμα) |
φαλάκραnoun (area of scalp: no hair) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ελιάnoun (UK (mole on the face) (μεταφορικά: στο σώμα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τοπίο φυσικής ομορφιάςnoun (place of natural beauty) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μελανή κηλίδωσηnoun (plant disease) |
επικίνδυνο σημείοnoun (UK (hazardous road area) |
επικίνδυνη περιοχήnoun (UK (dangerous place) |
τυφλό σημείοnoun (unseen area in field of vision) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τυφλό σημείοnoun (area of road a motorist cannot see) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) When I changed lanes, I did not see the car in my blind spot. |
ευχάριστη νόταnoun ([sth] positive or cheerful) The little girl's smile was a bright spot in an otherwise dreary day. |
κτ είναι ό,τι πρέπειverbal expression (figurative (satisfy craving) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτό το κρύο καρπούζι είναι ό,τι πρέπει. |
κέντροnoun (center of activity) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) This city is one of the world's great tourist hotspots. |
in στέκι, in μαγαζίnoun (nightclub, entertainment venue) (καθομ: δημοφιλές μαγαζί) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We went on a date at one of the new hotspots in the city. |
hotspotnoun (venue offering wifi access) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) All of the coffee shops in this city are hotspots. |
hotspotnoun (of political conflict) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The country has become a political hotspot due to the increasing civil unrest in its major cities. |
σημείο ανάφλεξηςnoun (where fire may start) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The firefighters investigated several hot spots to insure that they did not reignite. |
σε δύσκολη θέσηadverb (informal (in a difficult situation) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We found ourselves in a spot when we missed our train. |
στριμωγμένοςexpression (informal (in difficult situation) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Stan usually turns to Larry for help when he is in a tight spot. |
νυχτερινό μαγαζίnoun (late-night entertainment venue) Gary and his friends decided to explore the night spots near their hotel. |
αμέσως, άμεσαadverb (immediately) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He ordered me to do it on the spot because he couldn't wait. Με πρόσταξε να το κάνω αμέσως επειδή δεν μπορούσε να περιμένει. |
επιτόπουadverb (at the place in question) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Newspapers' foreign correspondents are on the spot when a story develops. Οι ξένοι ανταποκριτές της εφημερίδας βρίσκονται εκεί που εξελίσσεται η ιστορία. |
σε δύσκολη θέσηexpression (informal, figurative (in an awkward situation) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bill was on the spot because he owed a lot of people a lot of money. Ο Μπιλ ήταν σε δύσκολη θέση επειδή χρώσταγε πολλά χρήματα σε πολλούς. |
που γίνεται εδώ και τώραadjective (immediate, without preparation) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The shy actress hated on-the-spot interviews. |
θέση πάρκινγκnoun (place to park a car) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It's difficult to find a parking spot at the weekend. Είναι δύσκολο να βρεις θέση πάρκινγκ το Σαββατοκύριακο. |
στριμώχνωverbal expression (informal (make situation difficult) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jacob's gambling debts have put him in a tight spot financially. |
φέρνω κπ σε δύσκολη θέσηverbal expression (informal (challenge, embarrass) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My teacher put me on the spot with a difficult question. |
δύσκολη φάσηnoun (informal (difficult period) She's going through a pretty rough spot just at the moment. |
αδυναμία, ευαίσθητο σημείο, ευαίσθητη χορδήnoun (informal (particular fondness or affection) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I have a real soft spot for my cousin: I'd do anything to help her. I don't particularly like most dogs, but I do have a soft spot for poodles. Έχω αδυναμία στην ξαδέρφη μου, θα έκανα τα πάντα για να τη βοηθήσω. Δε μου αρέσουν ιδιαίτερα τα περισσότερα σκυλιά αλλά έχω αδυναμία στα κανίς. |
αιφνιδιαστικός έλεγχοςnoun (impromptu inspection) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The ticket inspectors did a spot check to see who had bought tickets. |
καθαρίζω κτ τοπικάtransitive verb (remove stain, mark) |
ακριβήςadjective (informal (precise, exactly right) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) That insight was spot on: you pinpointed the problem exactly. Η γνώμη σου ήταν απόλυτα ακριβής, εντόπισες με ακρίβεια το πρόβλημα. |
τιμή για άμεση παράδοσηnoun (trading: immediate cost) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τιμή για άμεση παράδοσηnoun (trading: immediate price) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συγκολλητής, πονταδόροςnoun ([sb] who fuses metal) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
συγκόλληση μετάλλων, ποντάρισμαnoun (fusing metal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ψιλοβρέχειverbal expression (rain a few drops) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) |
συγκολλώ σε σημείαtransitive verb (fuse metal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το καλύτερο σημείοnoun (figurative (most favourable point) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δύσκολη περίοδος, φάσηnoun (difficult place) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Pakistan and Iran are thought of as trouble spots in the West. |
εστία αναταραχώνnoun (location of frequent fighting, violence) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) That pub's a notorious trouble spot. |
τουριστικός προορισμόςnoun (place popular with holidaymakers) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ζεστό σημείοnoun (warm place) The cat had found itself a warm spot in front of the radiator. |
-noun (figurative (affection) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) There's still a warm spot in my heart for my high school sweetheart. Το αγόρι μου από το λύκειο έχει ακόμα μια θέση στην καρδιά μου. |
στέκι που τα πίνωnoun (slang (bar) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We found the drunk at his usual watering hole. |
αδυναμίαnoun (special fondness: for [sth] or [sb]) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He has a weak spot for German shepherd dogs. |
αδύνατο σημείοnoun (fault, flaw) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Punctuation's my weak spot when it comes to writing. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του spots στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του spots
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.