Τι σημαίνει το lip στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lip στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lip στο Αγγλικά.

Η λέξη lip στο Αγγλικά σημαίνει χείλος, χείλος, χείλι, χείλος, γλώσσα, ακουμπάω με τα χείλια, σχηματίζω λέξεις με τα χείλια, αλλά χωρίς ήχο, δαγκώνομαι, κάτω χείλος, βουλώνω το στόμα, το βουλώνω, χειλεοσχιστία, λαγωχειλία, πρησμένο χείλος, βγάζω γλώσσα σε κπ, κάνω υπομονή, δείχνω υπομονή, λιποζάν, λιπ γκλος, lip gloss, μολύβι χειλιών, τρύπα στο χείλος, προσποίηση, τραγουδάω play back, τραγουδάω κτ play back, διαβάζω τα χείλη, διαβάζω τα χείλη κπ για να καταλάβω κτ, μπουκιά και συχώριο, αυτός που διαβάζει τα χείλη, διάβασμα των χειλιών, κάτω χείλος, ασχολούμαι με κτ μόνο στα λόγια, στωικότητα, επιφυλακτικότητα, αυτοσυγκράτηση, άνω χείλος, το κλείνω, το ράβω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lip

χείλος

noun (external part of mouth)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The uppercut split the boxer's lip.

χείλος, χείλι

plural noun (mouth)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Fred kissed me fully on the lips.
Ο Φρεντ με φίλησε δυνατά στα χείλια.

χείλος

noun (projecting opening)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tom splashed water over the lip of the pool.
Ο Τομ έριξε νερό πέρα από το χείλος της πισίνας.

γλώσσα

noun (figurative, slang (insolent talk) (μτφ, καθομ: βγάζω)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I've had enough of your lip, young man!

ακουμπάω με τα χείλια

transitive verb (touch with lips)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nate let Brad drink some water from his bottle on the condition that he didn't lip it.

σχηματίζω λέξεις με τα χείλια, αλλά χωρίς ήχο

transitive verb (mouth words)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Dean tried to lip a few words to his friend without drawing attention.

δαγκώνομαι

verbal expression (figurative (refrain from saying [sth]) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάτω χείλος

noun (informal (lower external part of mouth)

βουλώνω το στόμα, το βουλώνω

verbal expression (dated, figurative, slang (do not talk) (άκομψο, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Button your mouth--I don't want to hear about it any more.

χειλεοσχιστία, λαγωχειλία

noun (split in upper lip)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The baby underwent surgery to correct his cleft lip.
Το μωρό υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση για την αποκατάσταση της χειλεοσχιστίας.

πρησμένο χείλος

noun (informal (swollen lip)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
John's fat lip was clear evidence that he had been fighting again.

βγάζω γλώσσα σε κπ

(figurative, slang (be cheeky to) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Fred fired his employee for giving him lip.

κάνω υπομονή, δείχνω υπομονή

verbal expression (figurative (remain stoic)

λιποζάν

noun (salve for the lips) (εμπορική ονομασία)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I applied lip balm to protect my lips from the sun. During the winter use lip balm to stop your lips getting chapped and dry.
Έβαλα λιποζάν για να προστατεύσω τα χείλια μου από τον ήλιο. Το χειμώνα να βάζεις λιποζάν για να μη σκάσουν και ξεραθούν τα χείλια σου.

λιπ γκλος, lip gloss

noun (product that adds shine to lips)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I don't wear much makeup, just concealer and lip gloss. Jenny put some fresh gloss on her lips.

μολύβι χειλιών

noun (cosmetic for lips)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Lip liner can make your lips look bigger.

τρύπα στο χείλος

noun (small hole made in lip for jewellery)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσποίηση

noun (figurative (acknowledge superficially) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Obama paid lip service to closing Guantanamo, but he hasn't taken action yet.

τραγουδάω play back

intransitive verb (informal (mime singing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τραγουδάω κτ play back

(informal (mime to a song)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I was very disappointed to see that the singer was only lip-synching to a recording.

διαβάζω τα χείλη

intransitive verb (interpret by looking at [sb]'s mouth)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The film didn't have subtitles, so my deaf aunt had to lip-read.

διαβάζω τα χείλη κπ για να καταλάβω κτ

transitive verb (interpret by watching [sb] speak)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The students lip-read the teacher's instructions.

μπουκιά και συχώριο

adjective (informal, figurative (tasty, mouth-watering)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αυτός που διαβάζει τα χείλη

noun ([sb] who interprets mouth movements)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

διάβασμα των χειλιών

noun (interpreting mouth movements)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κάτω χείλος

noun (lower external part of mouth)

ασχολούμαι με κτ μόνο στα λόγια

verbal expression (figurative (give superficial attention)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Obama paid lip service to closing Guantanamo, but he hasn't taken action yet.

στωικότητα

noun (figurative (stoicism)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The British are famous for their stiff upper lip.

επιφυλακτικότητα, αυτοσυγκράτηση

noun (figurative (reserve, self-restraint) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άνω χείλος

noun (upper external part of mouth)

το κλείνω, το ράβω

verbal expression (figurative, slang (maintain secrecy) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Zip it - I don't want everyone knowing our business.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lip στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του lip

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.