Τι σημαίνει το string στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης string στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του string στο Αγγλικά.
Η λέξη string στο Αγγλικά σημαίνει σπάγγος, χορδή, σειρά, σειρά, string, έγχορδα, τοποθετώ τις χορδές σε κτ, έγχορδος, πλεχτός, πλεκτός, τοποθετώ τις χορδές σε κτ, κρεμάω, κρεμώ, παραπλανώ, έχω κπ στο περίμενε, βάζω ανά διαστήματα, παρατείνω, κρεμάω, κρεμώ, κρεμάω, κρεμώ, στοιχειοσειρά χαρακτήρων, στρινγκ, περίπαρση, αμπελοφάσουλο, τυρί σε ράβδους, τυρί σε λωρίδες, κουαρτέττο εγχόρδων, κουαρτέττο εγχόρδων, παίζω κπ, θεωρία χορδών, φτιάχνω, ενώνω, έγχορδο όργανο, παίκτες που αντικαθιστούν τους δεύτερους αναπληρωματικούς, τριτοκλασάτος, χορδή βιολιού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης string
σπάγγοςnoun (cord) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Carl tied the parcel up with string. Ο Καρλ έδεσε το πακέτο με ένα κορδόνι. |
χορδήnoun (musical instrument: cord) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Betty needs a new string for her guitar. Η Μπέτυ χρειάζεται μια νέα χορδή για την κιθάρα της. |
σειράnoun (necklace: beads, pearls) (από κάτι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Emma wore a string of beads as a necklace. Η Έμα φορούσε μια σειρά από χάντρες για κολιέ. |
σειράnoun (figurative (series) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Police are still trying to catch whoever is behind the string of robberies. Η αστυνομία προσπαθεί ακόμη να πιάσει όποιον κρύβεται πίσω από τη σειρά ληστειών. |
stringnoun (computer variable) (Η/Υ, προγραμματισμός) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The computer stores the string as a series of 0's and 1's. |
έγχορδαplural noun (musical instruments: guitars, etc.) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) This piece of music is for strings. Αυτό το μουσικό κομμάτι είναι για έγχορδα. |
τοποθετώ τις χορδές σε κτtransitive verb (instrument: attach strings) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The guitar maker strung the instrument. Ο κατασκευαστής της κιθάρας πέρασε τις χορδές στο όργανο. |
έγχορδοςnoun as adjective (of stringed instruments) (π.χ. όργανο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The conductor turned to the string section of the orchestra. O μαέστρος στράφηκε προς το τμήμα των εγχόρδων της ορχήστρας. |
πλεχτός, πλεκτόςnoun as adjective (made of string) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alice was carrying some oranges in a string bag. |
τοποθετώ τις χορδές σε κτtransitive verb (racket, etc.: fit cords) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I need to string my tennis racket. |
κρεμάω, κρεμώtransitive verb (thread onto string) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Yvonne strung the beads to make a necklace. |
παραπλανώphrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (mislead) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The scammers strung Wilson along with promises of a one-third share in a $50 million windfall. |
έχω κπ στο περίμενεphrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (keep waiting) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) John's been stringing Janet along for three years, but he won't marry her. |
βάζω ανά διαστήματαphrasal verb, transitive, separable (place at intervals) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παρατείνωphrasal verb, transitive, separable (UK, informal (prolong, protract) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κρεμάω, κρεμώphrasal verb, transitive, separable (informal (hang as punishment) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The angry mob yelled, "String him up!" |
κρεμάω, κρεμώphrasal verb, transitive, separable (hang as decoration) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Every Christmas, we string up the lights outside the house. |
στοιχειοσειρά χαρακτήρωνnoun (sequence of symbols) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Computer programmers must distinguish character strings from numbers. |
στρινγκnoun (underwear: thong) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
περίπαρσηnoun (surgical stitch) (ιατρική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αμπελοφάσουλοnoun (green vegetable) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) My dad grows a variety of vegetables, such as peas and string beans. |
τυρί σε ράβδους, τυρί σε λωρίδεςnoun (cheese in strips) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κουαρτέττο εγχόρδωνnoun (musical group of 4 string instruments) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The Brussels String Quartet had a successful performance at The London Theatre. |
κουαρτέττο εγχόρδωνnoun (musical piece for foursome) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The best string quartets in history were written by Haydn. |
παίζω κπverbal expression (figurative, informal (mislead [sb]) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θεωρία χορδώνnoun (idea in quantum physics) (κβαντομηχανική) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
φτιάχνω(figurative (arrange coherently) (το αποτέλεσμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) After his brain injury, he had difficulty stringing sentences together. |
ενώνω(beads, etc.: thread) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I like to string together small seashells to make a pretty necklace. |
έγχορδο όργανοnoun (music) |
παίκτες που αντικαθιστούν τους δεύτερους αναπληρωματικούςnoun (American football: players ranked third in ability) (αμερικανικό ποδόσφαιρο) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
τριτοκλασάτοςadjective (figurative (inferior) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χορδή βιολιούnoun (cord on a violin) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He adjusted each violin string before starting to play. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του string στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του string
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.