Τι σημαίνει το stuffed στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης stuffed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stuffed στο Αγγλικά.

Η λέξη stuffed στο Αγγλικά σημαίνει βαλσαμωμένος, λούτρινος, γεμιστός, γεμιστός με κτ, παραγεμισμένος, παραγεμισμένος με κτ, γεμισμένος με κτ, γεμάτος, γεμάτος με κτ, φουσκωμένος, γεμάτος με κτ, γεμάτος από κτ, πράγματα, πράγματα, πράγμα, πράγματα, στριμώχνω, χώνω, μπουκώνομαι, μπουκώνομαι με κτ, και τέτοια, και άλλα, διάφορα, -, βουλώνω, -, γεμίζω, βαλσαμώνω, Άντε παράτα μας!, λούτρινο παιχνίδι, ταριχευμένο ζώο, ψώνιο, μπουκωμένος, βουλωμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης stuffed

βαλσαμωμένος

adjective (animal: embalmed)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Harry bought a stuffed badger from a flea market.
Ο Χάρυ αγόρασε έναν βαλσαμωμένο ασβό από μια ανοιχτή αγορά.

λούτρινος

adjective (toy: soft, plush) (άτυπο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The little girl has lots of stuffed toys.
Το κοριτσάκι έχει πολλά λούτρινα παιχνίδια.

γεμιστός

adjective (food: with filling)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
At Thanksgiving, we always eat stuffed turkey.
Την Ημέρα των Ευχαριστιών, πάντα τρώμε γεμιστή γαλοπούλα.

γεμιστός με κτ

(food: with filling)

Brian served us peppers stuffed with mushroom and cheese.
Ο Μπράιαν μας σέρβιρε πιπεριές γεμιστές με μανιτάρια και τυρί.

παραγεμισμένος

adjective (padded)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Pippa leaned back against the stuffed cushions.
Η Πίπα έγειρε πάνω στα φουσκωτά μαξιλάρια.

παραγεμισμένος με κτ, γεμισμένος με κτ

(padded with [sth])

The mattress was a sack stuffed with straw.
Το στρώμα ήταν ένα σακί γεμισμένο με άχυρο.

γεμάτος

adjective (informal, figurative (filled, full)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The suitcase was stuffed; Oliver couldn't fit another thing in there.
Η βαλίτσα ήταν γεμάτη. Ο Όλιβερ δεν μπορούσε να χωρέσει τίποτα άλλο μέσα.

γεμάτος με κτ

(informal, figurative (filled with [sth])

Alison carried a suitcase stuffed with clothes.
Η Άλισον κουβαλούσε μια βαλίτσα γεμάτη με ρούχα.

φουσκωμένος

adjective (informal, figurative (person: full of food) (καθομ, μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I'm stuffed from all that lasagna and garlic bread.

γεμάτος με κτ, γεμάτος από κτ

adjective (has lots of [sth])

πράγματα

noun (informal (things)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
What is this stuff over here in the corner?
Τι είναι αυτά τα πράγματα στη γωνία;

πράγματα

noun (informal (belongings)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
My stuff is all in my locker.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μάζεψε όλα του τα υπάρχοντα κι έφυγε.

πράγμα

noun (substance)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
See if you can get that stuff off the car door.
Δες αν μπορείς να βγάλεις αυτό το πράγμα από την πόρτα του αυτοκινήτου.

πράγματα

noun (informal (unimportant things)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
There is some other stuff in that room.
Υπάρχουν μερικά άλλα πράγματα σε εκείνο το δωμάτιο.

στριμώχνω, χώνω

transitive verb (cram) (κάτι (σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She quickly stuffed all her clothes in her luggage.
Στρίμωξε (or: έχωσε) στα γρήγορα όλα της τα ρούχα στις βαλίτσες.

μπουκώνομαι

transitive verb and reflexive pronoun (informal (eat greedily)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you stuff yourself at lunch, you won't feel like going for a run this afternoon.

μπουκώνομαι με κτ

verbal expression (informal (eat [sth] greedily)

It's impolite to stuff yourself with food at a holiday-party buffet.

και τέτοια, και άλλα

expression (informal (and related things)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Travelling helps you learn about life and stuff.

διάφορα

noun (informal (things in general)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
I like talking to Steve about stuff; he's a great listener.

-

noun (things relating to specific subject) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
You understand all that math stuff; I don't. Oh no, Peter's not going on about car stuff again, is he?
Εσύ καταλαβαίνεις από μαθηματικά και τα συναφή, εγώ πάλι όχι. Ωχ, όχι! Μη μου πεις ότι ο Πίτερ μιλάει πάλι για αυτοκίνητα.

βουλώνω

transitive verb (plug)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The pipe was leaking, so Ben stuffed it with rags.

-

transitive verb (cast false votes) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The corrupt politicians stuffed the ballot boxes.
Οι διεφθαρμένοι πολιτικοί παραποίησαν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας.

γεμίζω

transitive verb (cooking: fill with [sth] savoury)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The easiest way to stuff a turkey is to use a spoon.

βαλσαμώνω

transitive verb (informal (embalm: animal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After her pet dog died, she had it stuffed.

Άντε παράτα μας!

interjection (UK, slang (exclamation of anger)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"That's not very good; can't you do any better than that?" - "Get stuffed!"

λούτρινο παιχνίδι

noun (soft toy)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We have a range of stuffed animals on the bed, mainly teddy bears.
Έχουμε διάφορα λούτρινα παιχνίδια στο κρεβάτι και κυρίως αρκουδάκια.

ταριχευμένο ζώο

noun (embalmed animal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The taxidermist has a number of stuffed animals displayed in his shop window.

ψώνιο

noun (figurative, pejorative, informal (pompous person) (καθομιλουμένη, μτφ, αποδοκιμασίας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπουκωμένος, βουλωμένος

adjective (informal (sinuses, nose: congested)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I've had an awful cold and I still have a stuffed-up nose.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stuffed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του stuffed

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.