Τι σημαίνει το hell στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hell στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hell στο Αγγλικά.

Η λέξη hell στο Αγγλικά σημαίνει κόλαση, Στο διάολο!, Στο διάβολο!, κόλαση, θα, κάνω σαματά, φοβερά, Ο Χριστός κι η Παναγία!, Παναγιά μου!, βρίσκω τον μπελά μου, βρέξει χιονίσει, ότι και να γίνει, να πάρει!, χωρίς αιτία, για το τίποτα, χωρίς λόγο, τα χώνω, τη λέω, άι στο διάολο, άι στο διάβολο, πολύ γρήγορα, του σκοτωμού, πάρα πολύς, κόλαση, ταραχοποιός, με την καμία, όπως και δήποτε, όπως + δήποτε, έλεος!, αποφασισμένος, πεισμωμένος, αποφασισμένος να κάνω κτ, του σκοτωμού, σαν τρελός, πολύ, Όχι βέβαια!, φοβερός αγώνας, Βγάλε το σκασμό!, δεν υπάρχει να μην, θα γίνει χαμός, Στο διάολο! Άι στο διάολο!, Τι στο διάολο;, Τι στο διάβολο;, τι στο διάολο, τι στον κόρακα, τι στο διάολο, τι στον κόρακα, -, μια ψυχή που είναι να βγει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hell

κόλαση

noun (undesirable afterlife)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If you are not a good person, you will go to hell when you die.
Αν δεν είσαι καλός άνθρωπος, θα πας στην κόλαση όταν πεθάνεις.

Στο διάολο!, Στο διάβολο!

interjection (emphatic oath) (υβριστικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hell! What do you want me to do!
Στο διάολο πια! Τι θέλεις να κάνω;

κόλαση

noun (place of misery) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many people say that working in that office is hell.

θα

contraction (colloquial, abbreviation (he will) (μέλλοντας)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
James said he'll be back from vacation next week.

κάνω σαματά

phrasal verb, intransitive (be extremely noisy) (καθομιλουμένη)

φοβερά

expression (slang (extremely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ο Χριστός κι η Παναγία!, Παναγιά μου!

interjection (vulgar, slang, UK (shock, annoyance) (έκπληξη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

βρίσκω τον μπελά μου

(US, slang (receive severe reprimand) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He was sure to catch hell from his wife for his behaviour.

βρέξει χιονίσει, ότι και να γίνει

adverb (whatever the difficulties)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Come hell or high water, I am going to finish this marathon.

να πάρει!

interjection (slang, potentially offensive (anger) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Damn it to hell!" I yelled, as the ball slipped through my fingers once again.

χωρίς αιτία, για το τίποτα, χωρίς λόγο

adverb (for no particular reason)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He often says hello to strangers in the street just for the hell of it.

τα χώνω, τη λέω

(slang (reprimand [sb] severely) (αργκό: σε κπ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you keep doing the opposite of what dad tells you, he's going to give you hell one day.

άι στο διάολο, άι στο διάβολο

interjection (potentially offensive (strong dismissal) (αγενές, προσβλητικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Go to hell! You disgust me!

πολύ γρήγορα, του σκοτωμού

adverb (at great speed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The get-away car was going hell for leather up the motorway, chased by two police cars and a pursuit helicopter.

πάρα πολύς

expression (extreme example)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κόλαση

noun (figurative (torment, horrendous experience) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Working in a fast-food restaurant sounds like hell on earth.

ταραχοποιός

noun ([sb] who causes trouble)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

με την καμία

interjection (slang (Emphatically no) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όπως και δήποτε, όπως + δήποτε

interjection (slang (Emphatically yes) (αργκό, ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έλεος!

interjection (informal, dated (surprise) (αγανάκτηση)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Hell's bells! What has he done now?

αποφασισμένος, πεισμωμένος

adjective (informal (determined)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Είναι αποφασισμένος να έρθει απόψε παρά την κακοκαιρία.

αποφασισμένος να κάνω κτ

adjective (informal (determined)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She's hell-bent on coming tonight, in spite of this awful weather.

του σκοτωμού, σαν τρελός

adverb (very fast)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The cat ran into the house like a bat out of hell.

πολύ

expression (a lot)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I hit my elbow and it hurt like hell!

Όχι βέβαια!

interjection (absolutely not)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φοβερός αγώνας

noun (slang (immense struggle or resistance) (εμφατικός τύπος)

Βγάλε το σκασμό!

interjection (offensive (Be quiet, stop talking) (αργκό, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν υπάρχει να μην

adverb (slang (definitely, certainly) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Whenever I bake cookies, sure as hell Jim will show up. I sure as hell don't want to eat here anymore – there's mould on my bread!
Δεν υπάρχει να μην εμφανιστεί ο Τζιμ κάθε φορά που φτιάχνω μπισκότα. Εννοείται πως δεν θέλω να ξαναφάω εδώ, το ψωμί μου έχει μούχλα!

θα γίνει χαμός

expression (slang (severe consequences)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There'll be hell to pay when your father comes home!

Στο διάολο! Άι στο διάολο!

interjection (potentially offensive, slang (expressing anger) (αργκό, προσβλητικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Τι στο διάολο;, Τι στο διάβολο;

interjection (slang, potentially offensive (bewilderment) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The boss is piling all the rest of his office furniture on top of his desk – what the hell?

τι στο διάολο, τι στον κόρακα

pronoun (slang (what)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
I'm not sure what the hell's been happening here, but you've got some explaining to do!
Δεν ξέρω τι στον κόρακα (or: τι στο διάολο) συμβαίνει εδώ αλλά έχετε να δώσετε εξηγήσεις!

τι στο διάολο, τι στον κόρακα

interjection (slang (incomprehension)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
What the hell is going on here?

-

pronoun (slang, potentially offensive (whatever) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
You can do what the hell you want. See if I care.
Μπορείς να κάνεις ότι θες ρε γαμώτο. Χέστηκα!

μια ψυχή που είναι να βγει

interjection (slang (resignation) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I don't want to do it, but what the hell?
Δεν θέλω να το κάνω, αλλά δε γαμιέται...

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hell στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του hell

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.