Τι σημαίνει το code στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης code στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του code στο Αγγλικά.

Η λέξη code στο Αγγλικά σημαίνει κωδικός, κώδικας, κώδικας, κώδικας, κώδικας, κωδικοποιώ, γράφω κώδικα, γράφω κώδικα, κωδικοποιώ, παθαίνω καρδιακή ανακοπή, αλφαριθμητικός κώδικας, αλφαριθμητικός κώδικας, τηλεφωνικός κωδικός, κωδικός SWIFT, γραμμωτός κώδικας, γραμμοκώδικας, κωδικός εισόδου σε κτίριο, κανονισμοί που αφορούν την ανέγερση οικοδομής, κωδικό όνομα, κώδικας δεοντολογίας, κώδικας ηθικής, κωδική/κωδικοποιημένη λέξη, σύνθημα, συνθηματικό, συνθηματικό, δίνω κωδικό όνομα, εμπορικός κώδικας, κωδικός υπολογιστή, κανόνας ένδυσης, γενετικός κώδικας, Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας, ηθικός κώδικας, σήματα Μορς, ποινικός κώδικας, ταχυδρομικός κώδικας, μυστικός κώδικας, κωδικός ασφαλείας, κωδικός τράπεζας, κωδικός υποκαταστήματος, κώδικας πηγής, κωδικός κατάστασης, κωδικός STD, κωδικός περιοχής, αριθμός φορολογικού μητρώου, ταχυδρομικός κώδικας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης code

κωδικός

noun (number, password)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
What is the code to open the safe?
Ποιος είναι ο κωδικός που ανοίγει το χρηματοκιβώτιο;

κώδικας

noun (laws, rules)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sharing confidential information is against the company's code.
Η κοινοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών είναι αντίθετη με τον κώδικα της εταιρείας.

κώδικας

noun (standards)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κώδικας

noun (secret)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κώδικας

noun (computer program)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There is an error in the code somewhere; I just haven't found it yet.
Υπάρχει ένα λάθος στον κώδικα κάπου. Ακόμη δεν το έχω βρει.

κωδικοποιώ

transitive verb (encrypt)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The state government is coding all residents' social security numbers to prevent identity theft.
Η πολιτειακή κυβέρνηση κωδικοποιεί όλα τα νούμερα κοινωνικής ασφάλισης των κατοίκων για να εμποδίσει την πλαστοπροσωπία.

γράφω κώδικα

transitive verb (computing: program) (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I can code basic programs and know a little about web design.

γράφω κώδικα

intransitive verb (computing: write programs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When Bert is coding, nothing will distract him.
Όταν ο Μπερτ γράφει κώδικα, τίποτα δεν του αποσπά την προσοχή.

κωδικοποιώ

intransitive verb (genetics: specify protein) (την πρωτεϊνη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παθαίνω καρδιακή ανακοπή

intransitive verb (technical (medicine: suffer cardiac arrest)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλφαριθμητικός κώδικας

noun (computer code)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The alphanumeric code limits entries to letters and numbers.

αλφαριθμητικός κώδικας

noun (barcode numbers and letters)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τηλεφωνικός κωδικός

noun (phone number: regional prefix)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
To make a long distance call, you need to dial the area code before the phone number.

κωδικός SWIFT

noun (bank's identification number) (τράπεζα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The SWIFT code is used to transfer money between banks and the routing code is used to process checks.

γραμμωτός κώδικας, γραμμοκώδικας

noun (scannable strip on goods)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The shop assistant couldn't scan the bar code because it was covered up by a label.

κωδικός εισόδου σε κτίριο

noun (combination: gives entry)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κανονισμοί που αφορούν την ανέγερση οικοδομής

noun (US (construction regulations)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The building code requires that all staircases have railings of a certain height.

κωδικό όνομα

noun (name used to conceal identity)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
"Deep Throat" was the code name of one of the Watergate informants.
«Βαθύ Λαρύγγι» ήταν το κωδικό όνομα ενός από τους πληροφοριοδότες του Γουότεργκεϊτ.

κώδικας δεοντολογίας

noun (official rules)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
He was fired from the company for violating the code of conduct.

κώδικας ηθικής

noun (professional rules)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The psychiatrist could not give the police any information without violating her code of ethics.

κωδική/κωδικοποιημένη λέξη

noun (word: to break a code)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σύνθημα, συνθηματικό

noun (password)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ali Baba used the code word "open sesame" to open the door to a cave filled with untold riches.

συνθηματικό

noun (figurative (disguised reference)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A code word like "code red" is used in hospitals to alert the staff of a fire without causing alarm to the patients.

δίνω κωδικό όνομα

transitive verb (assign a code name to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They code-named it "Operation White Swan".

εμπορικός κώδικας

noun (rules governing business practices)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Business can be hindered if there are different commercial codes in neighboring jurisdictions.

κωδικός υπολογιστή

noun (instructions in a computer program)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κανόνας ένδυσης

noun (acceptable clothing)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The invitation states that the dress code is formal.
Η πρόσκληση σημειώνει πως ο κανόνας ένδυσης απαιτεί επίσημη ενδυμασία.

γενετικός κώδικας

(genetics)

Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας

noun (rules for road users)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ηθικός κώδικας

noun (ethical principles)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
It is wrong to think that because someone is not religious they have no moral code.

σήματα Μορς

noun (communication system of dots and dashes)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The sinking ship sent out an SOS in Morse code.

ποινικός κώδικας

noun (rules governing crime and punishment)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Capital punishment was recently removed from the penal code for the offence of murder.

ταχυδρομικός κώδικας

noun (UK (zip code, address code)

What is the postcode for your home in London?

μυστικός κώδικας

noun (encryption)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κωδικός ασφαλείας

noun (series of digits used as pass code)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
You have to use a security code to open the door of the computer lab.

κωδικός τράπεζας, κωδικός υποκαταστήματος

noun (branch number of a bank)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κώδικας πηγής

noun (computing: program instructions)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κωδικός κατάστασης

noun (internet: error or action message) (Η/Υ)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κωδικός STD

noun (UK, initialism (telephone: area code)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κωδικός περιοχής

noun (abbreviation (telephone: area prefix)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αριθμός φορολογικού μητρώου

noun (code used to identify taxpayer)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
You have to fill in your tax code at the top of the form.

ταχυδρομικός κώδικας

noun (US (numbers indicating postal area)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
It's embarrassing, but I can never remember my own zip code.
Ντρέπομαι που το λέω, αλλά ποτέ δεν μπορώ να θυμηθώ τον ταχυδρομικό κώδικά μου.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του code στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του code

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.