Τι σημαίνει το length στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης length στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του length στο Αγγλικά.

Η λέξη length στο Αγγλικά σημαίνει μήκος, μάκρος, διάρκεια, μέγεθος, κομμάτι, μήκος σώματος, κατά μήκος, μέχρι τον αστράγαλο, με κάποια απόσταση, σε απόσταση ασφαλείας, δρασκελιά, διεξοδικά, αναλυτικά, μετά από λίγο, μέχρι τη γάμπα, μέχρι τη μέση της γάμπα, μεγάλου μήκους, εστιακή απόσταση, πλήρες μήκος, ολόσωμος, μακρύς, ολόσωμος, μεγάλου μήκους, τεντωμένος, απλωμένος, ταινία μεγάλου μήκους, κάνω μεγάλο κόπο για να κάνω κτ, που απεικονίζει το άτομο μέχρι τη μέση, μεσαίου μήκους, με μήκος, με διάρκεια, μέχρι το γόνατο, μέχρι το γόνατο, χρονική περίοδος, διάρκεια, μεσαίου μήκους, μέτριου μήκους, μέγεθος της πρότασης, που φτάνει στο ύψος των ώμων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης length

μήκος, μάκρος

noun (linear measurement)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
What is the length of that table?
Τι μήκος έχει αυτό το τραπέζι;

διάρκεια

noun (journey: duration)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The length of the trip will depend on people's interests and the weather conditions.
Η διάρκεια του ταξιδιού θα εξαρτηθεί από τα ενδιαφέροντα των ατόμων και τις καιρικές συνθήκες.

μέγεθος

noun (extent)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The length of the book made it a difficult novel to read.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δυσκολεύτηκα να διαβάσω το μυθιστόρημα, λόγω του μεγάλου μεγέθους του.

κομμάτι

noun (cord, rope: piece)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Pass me a length of rope, so I can tie the boards together.
Δώσε μου ένα κομμάτι σχοινί για να δέσω τις σανίδες μεταξύ τους.

μήκος σώματος

noun (horse racing: measurement) (ως μέτρο μήκους)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The horse won by a length.
Το άλογο κέρδισε κατά ένα μήκος σώματος.

κατά μήκος

preposition (all along, alongside)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
She had strung miniature lights along the length of the patio for the party.
Είχε κρεμάσει μικροσκοπικά φωτάκια κατά μήκος της αυλής για το πάρτυ.

μέχρι τον αστράγαλο

noun as adjective (clothing, socks)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Anna was wearing ankle-length boots.

με κάποια απόσταση

noun as adjective (figurative (not intimate)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε απόσταση ασφαλείας

adverb (figurative (at safe distance) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He has lied to me before, so I keep him at arm's length now.

δρασκελιά

adverb (literal (at end of your arm)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The wild deer stood at arm's length from us.
Το άγριο ελάφι στάθηκε μια δρασκελιά από εμάς.

διεξοδικά, αναλυτικά

adverb (extensively, in detail)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He explained his financial situation to me at length.

μετά από λίγο

adverb (after a long while)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
At length, Joyce looked up from her book.

μέχρι τη γάμπα

adjective (skirt: reaching lower leg)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The dress was calf-length and modest, covering more of my legs than the miniskirt had.

μέχρι τη μέση της γάμπα

adjective (boots: coming halfway up lower leg)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεγάλου μήκους

adjective (film: full-length) (για ταινία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Her debut as a director was a feature-length comedy about life in the city.

εστιακή απόσταση

noun (lens: distance of sharp focus)

πλήρες μήκος

noun (length when extended)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The full length of the snake was four feet, six inches.

ολόσωμος

noun as adjective (showing complete length of body)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Isabelle turned to check the back of her skirt in the full-length mirror.

μακρύς, ολόσωμος

noun as adjective (clothing: reaching to floor)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This full-length dress feels too old-fashioned to me. // For a black-tie affair, women should wear a full-length gown.
Το μακρύ φόρεμα μου φαίνεται πολύ παλιομοδίτικο. // Σε μια επίσημη δεξίωση, οι γυναίκες θα πρέπει να φοράνε μακρύ φόρεμα.

μεγάλου μήκους

noun as adjective (novel, film: usual length)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Is this a full-length novel or a novella?

τεντωμένος, απλωμένος

adverb (with body extended)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
There she was, stretched out full-length on the couch.
Εκεί ήταν, ξαπλωμένη φαρδιά πλατιά στον καναπέ.

ταινία μεγάλου μήκους

noun (feature-length movie)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάνω μεγάλο κόπο για να κάνω κτ

verbal expression (make effort)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She went to great lengths to help me, and for that I am truly grateful.

που απεικονίζει το άτομο μέχρι τη μέση

adjective (portrait: waist up)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεσαίου μήκους

adjective (boots, trousers: to mid thigh)

με μήκος

adverb (of lengthwise size)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

με διάρκεια

adverb (of duration)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

μέχρι το γόνατο

adjective (down to the knee)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I wore a knee-length dress at Marco's wedding.

μέχρι το γόνατο

adjective (up to the knee)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She wore knee-length boots.

χρονική περίοδος, διάρκεια

noun (period, duration)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you leave the house for any length of time, please lock the windows.

μεσαίου μήκους, μέτριου μήκους

adjective (moderately long)

Nicole has a medium-length hairstyle.

μέγεθος της πρότασης

noun (how long or short a grammatical phrase is)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που φτάνει στο ύψος των ώμων

adjective (hair: touching shoulders)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του length στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του length

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.