Τι σημαίνει το get to στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης get to στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του get to στο Αγγλικά.

Η λέξη get to στο Αγγλικά σημαίνει φτάνω, αρχίζω, ξεκινάω, τη δίνω σε κπ, τη σπάω σε κπ, βρίσκω χρόνο για κτ, βρίσκω χρόνο, επιστρέφω, συνεχίζω, επιστρέφω, γυρίζω, έρχομαι, επικοινωνώ, έρχομαι σε επαφή, προχωρώ σε κτ, πηγαίνω σε κτ, παίρνω τηλέφωνο, βρίσκω στο τηλέφωνο, γίνομαι κατανοητός, σκαρώνω, εξοικειώνομαι, γνωρίζω, μαθαίνω, γνωρίζομαι καλύτερα, ξεκαθαρίζω, μπαίνω στο ψητό, φτάνω στο ψητό, έλα στο ψητό, έλα στο ζουμί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης get to

φτάνω

(reach, arrive)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
John got to Cambridge at about five o'clock.
Ο Τζον έφτασε στο Κέιμπριτζ περίπου στις 5.

αρχίζω, ξεκινάω

(slang (start: doing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When he failed to call me yet again, I got to wondering if he was having an affair.
Όταν για άλλη μια φορά δεν μου τηλεφώνησε, άρχισα να σκέφτομαι μήπως έχει γκόμενα.

τη δίνω σε κπ, τη σπάω σε κπ

(slang (bother) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His incessant whistling really gets to me.
Το αδιάκοπο σφύριγμά του πραγματικά μου τη δίνει στα νεύρα.

βρίσκω χρόνο για κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (find time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Bill eventually got round to the washing-up.

βρίσκω χρόνο

phrasal verb, transitive, inseparable (find time) (να κάνω κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
One of these days, I will get around to making the trip to Paris.

επιστρέφω, συνεχίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (resume)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'd love to talk more but I have to get back to my work now.
Θα μου άρεσε να μιλούσαμε περισσότερο, αλλά πρέπει να συνεχίσω τη δουλειά μου.

επιστρέφω, γυρίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (return)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It would be nice to get back to my hometown one day.

έρχομαι

(informal (start) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Let's get down to the important matter of choosing our new chairperson.
Ας έρθουμε στο σημαντικό θέμα της επιλογής νέου προέδρου.

επικοινωνώ, έρχομαι σε επαφή

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (contact [sb])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Let me get on to my attorney and see what he says.

προχωρώ σε κτ, πηγαίνω σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (progress to [sth]) (μεταφορικά, καθομ)

Let's get on to the next item on the agenda.

παίρνω τηλέφωνο, βρίσκω στο τηλέφωνο

phrasal verb, transitive, inseparable (reach: on phone) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm trying to get through to the President but he's not answering his phone.
Προσπαθώ να βρω τον Πρόεδρο στο τηλέφωνο, αλλά δεν απαντάει.

γίνομαι κατανοητός

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (make understand)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I need to get through to my son and make him see drugs are not the answer!
Πρέπει να κάνω τον γιο μου να καταλάβει πως τα ναρκωτικά δεν είναι η λύση!

σκαρώνω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (do: [sth] mischievous) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Katie has locked her bedroom door; what's she getting up to in there?

εξοικειώνομαι, γνωρίζω, μαθαίνω

verbal expression (become familiar with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I need to get to know you before we start a business together. I would like to get to know you better.
Πρέπει να σε μάθω (or: γνωρίσω) πριν ξεκινήσουμε μαζί μια επιχείρηση. Θα ήθελα να σε γνωρίσω καλύτερα.

γνωρίζομαι καλύτερα

verbal expression (become better acquainted)

The two men got to know each other while they were both at college.

ξεκαθαρίζω

verbal expression (figurative, informal (solve [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nobody will be allowed to go home until we get to the bottom of this and discover who gave the order to sell the shares.

μπαίνω στο ψητό, φτάνω στο ψητό

verbal expression (informal (speak directly) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It took Natalie a long time to get to the point.

έλα στο ψητό, έλα στο ζουμί

interjection (informal (say what you mean) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Get to the point! We haven't got all day, you know.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του get to στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του get to

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.