Τι σημαίνει το tax στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tax στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tax στο Αγγλικά.
Η λέξη tax στο Αγγλικά σημαίνει φόρος, δασμός, φόρος, φόρος, φορολογώ, φόρος, φόρος, επιβάρυνση, ζορίζω, κουράζω, κατηγορούμαι, φόρος επί της αξίας, τέλος αεροδρομίου, προ φόρου, προ φόρου, φόρος υπεραξίας, φόρος διοξειδίου του άνθρακα, φόρος υπεραξίας, φορολογία εισοδήματος εταιρειών, δημοτικά τέλη, έκπτωση δημοτικών τελών, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, φόρος κληρονομιάς, ενιαίος φόρος, φόρος κατανάλωσης καυσίμων, φόρος δωρεάς, φόρος εισοδήματος, έμμεσος φόρος, έμμεσος φόρος, φόρος εισροών, κοινή φορολογική δήλωση, φόρος πολυτελείας, φόρος επί του μισθού, κεφαλικός φόρος, προ φόρων, προ φόρου, κέρδος προ φόρων, μείωση των φόρων, τέλος κυκλοφορίας, φόρος κατανάλωσης, παρακράτηση φόρου για χρηματοδότηση της παιδείας, φορολογική απαλλαγή, φορολογική οφειλή, φορολογική αποτίμηση, φορολογικός ελεγκτής, φορολογητέα βάση, φορολογική κλίμακα, φοροαπαλλαγή, φορολογική επιβάρυνση, αριθμός φορολογικού μητρώου, είσπραξη φόρων, φοροεισπράκτορας, φορολογικό πλεονέκτημα, έκπτωση φόρου, μείωση των φόρων, που εκπίπτει από τον φόρο, έκπτωση φόρου, φορολογικό έντυπο, φοροαποφυγή, φοροδιαφυγή, που φοροαπαλλάσσεται, που έχει φοροαπαλλαγή, φοροαπαλλαγή, φορολογική απάτη, φορολογικός παράδεισος, φόρος, κατάσχεση, φορολογική υποχρέωση, παρακράτηση περιουσίας λόγω οφειλής φόρων, φόρος, φορολογικό αδίκημα, εφορία, φοροτεχνικός, φορολογικές διατάξεις, φορολογικός συντελεστής, επιστροφή φόρου, απόδειξη είσπραξης, επιστροφή φόρου, φορολογική δήλωση, φορολογική ασπίδα, παρακράτηση φόρου, φοροαπαλλαγή, αφορολόγητος, φόρος προστιθέμενης αξίας, ΦΠΑ, παρακράτηση φόρου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tax
φόροςnoun (levy) (τέλος, επιβολή φόρου) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The government needs to raise taxes. Η κυβέρνηση πρέπει να αυξήσει τους φόρους. |
δασμός, φόροςnoun (duty) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) You don't have to pay tax on alcohol you buy at the airport. Δεν χρειάζεται να πληρώσεις φόρους για τα αλκοολούχα ποτά που αγοράζεις στο αεροδρόμιο. |
φόροςnoun (often plural (income tax) (εισοδήματος) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) She earned a lot last year, but paid a lot of tax too. Πέρσι είχε πολλά κέρδη, αλλά πλήρωσε και μεγάλο φόρο. |
φορολογώtransitive verb (apply duty, levy to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The government doesn't tax books or newspapers. Η κυβέρνηση δεν φορολογεί βιβλία και εφημερίδες. |
φόροςnoun (sales duty) (κατανάλωσης) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Is there any sales tax on food? |
φόροςnoun (inheritance tax) (κληρονομιάς) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) She had to pay a lot of tax on her mother's estate when she died. |
επιβάρυνσηnoun (figurative (strain) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mailing expenses are quite a tax on our resources. |
ζορίζω, κουράζωtransitive verb (demand mental power of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) These puzzles really tax my brain. |
κατηγορούμαι(charge) (εγώ για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He was taxed with neglecting his duties. Τον κατηγόρησαν για αμέλεια των καθηκόντων του. |
φόρος επί της αξίαςnoun (tax based on a % of property value) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τέλος αεροδρομίουnoun (landing fee) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
προ φόρουadverb (before tax is paid) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
προ φόρουadjective (profits, etc.: before tax is paid) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
φόρος υπεραξίαςnoun (levy on sale of assets) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
φόρος διοξειδίου του άνθρακαnoun (environmental tax on fossil fuels) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
φόρος υπεραξίαςnoun (initialism (law: capital gains tax) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
φορολογία εισοδήματος εταιρειώνnoun (tax on business profits) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δημοτικά τέληnoun (UK (local government tax on households) (φόρος προς το δήμο) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
έκπτωση δημοτικών τελώνnoun (UK (government allowance) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (duty payable on [sb]'s death) He thought he would get a big inheritance from his father, but after the death tax it wasn't even enough to buy a car. |
φόρος κληρονομιάςnoun (tax on property after death) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Creating a trust is a way to avoid estate taxes. |
ενιαίος φόροςnoun (set rate of tax) (μη αναλογικός) |
φόρος κατανάλωσης καυσίμωνnoun (US (fuel duty, petrol tax) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Raising the gasoline tax would be a great way to reduce our dependence on foreign oil. |
φόρος δωρεάςnoun (duty levied on [sth] given to [sb]) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
φόρος εισοδήματοςnoun (revenue paid on earnings) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) The amount of income tax I have to pay seems to increase every year. Ο φόρος εισοδήματος που πρέπει να πληρώνω, μοιάζει να αυξάνεται κάθε χρόνο. |
έμμεσος φόροςnoun (UK (VAT or sales tax paid by consumers) Though the unemployed pay no income tax, they pay many forms of indirect tax. |
έμμεσος φόροςnoun (US (taxes paid before [sth] reaches consumer, increasing final price) |
φόρος εισροώνnoun (duty paid on materials by a business) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κοινή φορολογική δήλωσηnoun (finance: with partner) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
φόρος πολυτελείαςnoun (tax payable on non-essential goods) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φόρος επί του μισθού(economics) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κεφαλικός φόροςnoun (tax payable per person, often as condition voting) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
προ φόρων, προ φόρουadjective (profits, etc.: before tax) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κέρδος προ φόρωνnoun (amount made prior to paying taxes) (λογιστική) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μείωση των φόρωνnoun (decrease in revenue) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The rise in unemployment has resulted in a reduction in tax for the government. |
τέλος κυκλοφορίαςnoun (UK (car ownership tax) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
φόρος κατανάλωσηςnoun (duty charged on goods) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) We drove to New Jersey to buy the refrigerator because of New York's high sales tax. |
παρακράτηση φόρου για χρηματοδότηση της παιδείαςnoun (US (tax used to fund education) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A school tax is often assessed to property owners. |
φορολογική απαλλαγήnoun (amount of income left untaxed) |
φορολογική οφειλήnoun (outstanding taxes owed) |
φορολογική αποτίμησηnoun (finance: property value) |
φορολογικός ελεγκτήςnoun ([sb] who checks accounts kept for tax purposes) |
φορολογητέα βάσηnoun (resources subject to taxation) Our tax base has dwindled since the hurricane. |
φορολογική κλίμακαnoun (level of income for tax purposes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φοροαπαλλαγήnoun (exemption from taxes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φορολογική επιβάρυνσηnoun (amount of money payable in taxes) |
αριθμός φορολογικού μητρώουnoun (code used to identify taxpayer) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) You have to fill in your tax code at the top of the form. |
είσπραξη φόρωνnoun (gathering of tax payments) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φοροεισπράκτοραςnoun ([sb] employed to gather taxes) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φορολογικό πλεονέκτημαnoun (tax reduction) |
έκπτωση φόρουnoun (reduction in tax owed) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μείωση των φόρωνnoun (decrease in amount of tax) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The proposed tax cut will mostly benefit the wealthy. |
που εκπίπτει από τον φόροadjective (can be subtracted from earnings) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έκπτωση φόρουnoun (expense subtracted from taxable earnings) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
φορολογικό έντυποnoun (return, paper submitted for tax purposes) |
φοροαποφυγήnoun (method of tax evasion) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φοροδιαφυγήnoun (not paying one's taxes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
που φοροαπαλλάσσεται, που έχει φοροαπαλλαγήadjective (not obligated to pay tax) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φοροαπαλλαγήnoun (immunity from paying tax) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φορολογική απάτηnoun (crime of deception to evade taxes) |
φορολογικός παράδεισοςnoun (country of low taxation) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φόροςnoun (amount charged as tax) (το πληρωτέο ποσό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κατάσχεσηnoun (US (property seizure to pay owed tax) (λόγω χρεών στην εφορία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φορολογική υποχρέωσηnoun (legal responsibility to pay taxes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παρακράτηση περιουσίας λόγω οφειλής φόρωνnoun (claim on property to ensure tax payment) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
φόροςnoun (money paid in taxes) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φορολογικό αδίκημαnoun (crime: non-payment of taxes) |
εφορίαnoun (government office dealing with taxes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φοροτεχνικόςnoun (accountant hired to calculate taxes) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
φορολογικές διατάξειςplural noun (relief or exemption from taxes) |
φορολογικός συντελεστήςnoun (percentage of income liable to tax) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Your tax rate depends on your income. The local sales tax rate is 8.61%. Ο οικονομικός συντελεστής σου εξαρτάται από το εισόδημά σου. Ο τοπικός φορολογικός συντελεστής για τις αγορές είναι 8,61%. |
επιστροφή φόρουnoun (repayment of money paid as tax) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Tania was very pleased to discover she was due a tax rebate. |
απόδειξη είσπραξηςnoun (detailed proof of purchase for tax purposes) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επιστροφή φόρουnoun (rebate on overpaid tax) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I'm going to use my tax refund to buy a car. |
φορολογική δήλωσηnoun (form declaring income) Please fill out your tax return, reporting your income for the 2008 financial year. Παρακαλώ συμπληρώστε τη φορολογική σας δήλωση αναφέροντας το εισόδημά σας για το οικονομικό έτος 2008. |
φορολογική ασπίδαnoun (financial arrangements that reduce taxes) Andrew's tax shelter proved to be illegal. |
παρακράτηση φόρουnoun (holding tax back from earnings) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Tax withholding is based on all wages paid during a week. |
φοροαπαλλαγήnoun (immunity from paying tax) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Churches enjoy a tax-exempt status in the US. Most foreign diplomats have tax-exempt status. Οι εκκλησίες έχουν φοροαπαλλαγή στην Αμερική. Οι περισσότεροι ξένοι διπλωμάτες έχουν φοροαπαλλαγή. |
αφορολόγητοςadjective (having no taxes applied) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φόρος προστιθέμενης αξίαςnoun (tax added at each step of production) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Value added tax has just gone back up to 17.5%. |
ΦΠΑnoun (abbreviation (value-added tax) James calculated the VAT and added it to his invoice. |
παρακράτηση φόρουnoun (tax held back from earnings) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tax στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του tax
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.