Τι σημαίνει το team στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης team στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του team στο Αγγλικά.

Η λέξη team στο Αγγλικά σημαίνει ομάδα, ομάδα, ομάδα, βάζω στην ίδια ομάδα, βάζω κτ μαζί, συνεργάζομαι, συνεργάζομαι με κπ/κτ, διοικητικό προσωπικό, ομάδα μπέιζμπολ, ομάδα μπάσκετ, ομάδα ειδικών, ομάδα σχεδιασμού, ιδανική ομάδα, ποδοσφαιρική ομάδα, ομάδα του αμερικάνικου ποδοσφαίρου, ομάδα του φούτμπολ, ομάδα διαχείρισης, εθνική ομάδα, ομάδα έργου, αγωνιστική ομάδα, σκυταλοδρόμοι, ομάδα δρομέων, ομάδα πωλήσεων, ομάδα κολύμβησης, αγώνισμα πυγμαχίας όπου συμμετέχουν ομάδες πυγμάχων που αγωνίζονται μεταξύ τους, πάνω απ' όλα η ομάδα, όλα για την ομάδα, ανάπτυξη του ομαδικού πνεύματος, ομαδικό πνεύμα, ομαδική προσπάθεια, σημαία ομάδας, αρχηγός ομάδας, διαχείριση ομάδας, διαχειριστής ομάδας, διαχειρίστρια ομάδας, μέλος, ομαδικό παιχνίδι, ομαδικός παίκτης, κατάστημα ομάδας, μαγαζί ομάδας, ομαδικό πνεύμα, ομαδικό άθλημα, ομιλία σε ομάδα, συμπαίκτης, συμπαίκτρια, συνάδελφος, συνάδερφος, συνεργάτης, συνεργάτιδα, φιλοξενούμενη ομάδα, ομάδα βόλεϊ, συνεργάζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης team

ομάδα

noun (sport: group playing on same side)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The basketball team won its first game.
Η ομάδα μπάσκετ κέρδισε τον πρώτο της αγώνα.

ομάδα

noun (group of people working together)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The team worked to get the project finished by the deadline.
Η ομάδα δούλεψε για να ολοκληρώσουν το έργο μέσα στην προθεσμία.

ομάδα

noun (group of animals)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A team of horses pulled the coach.

βάζω στην ίδια ομάδα

transitive verb (people: join in a team)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I wish they hadn't teamed me with Rob. He's so slow!
Μακάρι να μη με είχαν κάνει ζευγάρι με τον Ρομπ. Είναι τόσο αργός!

βάζω κτ μαζί

transitive verb (animals: join in a team)

The farmer teamed two mules to pull the plow.

συνεργάζομαι

phrasal verb, intransitive (join forces)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The two councils have teamed up to launch a joint investment plan.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης ενώνουν τις δυνάμεις τους στις επικείμενες εκλογές με την ελπίδα να πετύχουν καλύτερο αποτέλεσμα όλοι μαζί.

συνεργάζομαι με κπ/κτ

(informal (join forces with)

The US teamed up with Britain to defeat Germany in Word War II.

διοικητικό προσωπικό

noun (clerical staff)

Everyone on the administrative team prefers to be called Administrative Assistant, not Secretary.

ομάδα μπέιζμπολ

noun (group of baseball players)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My son plays on the school baseball team.

ομάδα μπάσκετ

noun (group of basketball players)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A basketball team traditionally has five players.

ομάδα ειδικών

noun (expert group)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ομάδα σχεδιασμού

noun (group that plans or structures [sth])

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ιδανική ομάδα

noun (perfect team)

ποδοσφαιρική ομάδα

noun (soccer players)

ομάδα του αμερικάνικου ποδοσφαίρου, ομάδα του φούτμπολ

noun (American football players)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ομάδα διαχείρισης

noun (group of supervisors) (διαχειριστές)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
He took the entire management team out for drinks at the local pub.

εθνική ομάδα

noun (sport: group representing a country)

ομάδα έργου

noun (assigned to a task)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The project team are having a meeting to discuss progress.

αγωνιστική ομάδα

noun (group competing in motorsport)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σκυταλοδρόμοι

noun (athletics: group of runners)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ομάδα δρομέων

noun (sport: group of sprinters) (κατά λέξη)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
My running team meets every Sunday morning for a 10 km. run.

ομάδα πωλήσεων

noun (group of agents responsible for selling)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ομάδα κολύμβησης

noun (competing group of swimmers)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αγώνισμα πυγμαχίας όπου συμμετέχουν ομάδες πυγμάχων που αγωνίζονται μεταξύ τους

(wrestling)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πάνω απ' όλα η ομάδα, όλα για την ομάδα

expression (slogan to encourage selfless cooperation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανάπτυξη του ομαδικού πνεύματος

noun (development of camaraderie)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ομαδικό πνεύμα

noun (camaraderie, esprit de corps)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ομαδική προσπάθεια

noun (cooperation, [sth] achieved jointly)

σημαία ομάδας

noun (banner representing a group)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αρχηγός ομάδας

noun ([sb] who manages a group)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

διαχείριση ομάδας

noun (group leadership)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διαχειριστής ομάδας, διαχειρίστρια ομάδας

noun ([sb] who leads a group)

Will has been appointed Team Manager.

μέλος

noun (participant in a group)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A team's success depends on its team members.

ομαδικό παιχνίδι

noun (social or bonding activities for colleagues) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ομαδικός παίκτης

noun ([sb] who co-operates well)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κατάστημα ομάδας, μαγαζί ομάδας

noun (store selling a sports team's merchandise)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ομαδικό πνεύμα

noun (camaraderie, esprit de corps)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ομαδικό άθλημα

noun (groups competing)

ομιλία σε ομάδα

noun (speech given to a group by leader or coach)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συμπαίκτης, συμπαίκτρια

noun (sport: fellow player) (αθλητικά)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
After she scored the winning goal, Jana's teammates carried her around the field.
Μόλις έβαλε το νικητήριο γκολ, οι συμπαίκτριες της Τζάνα την σήκωσαν στα χέρια και έκαναν τον γύρο του γηπέδου.

συνάδελφος, συνάδερφος

noun (mainly US (work: colleague) (εργασία)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
My teammate on the project is sick this week.
Ο συνάδελφος, με τον οποίο έχουμε αναλάβει από κοινού το πρότζεκτ, είναι άρρωστος αυτή την εβδομάδα.

συνεργάτης, συνεργάτιδα

noun (figurative (partner)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Parents should be teammates instead of fighting each other.

φιλοξενούμενη ομάδα

noun (sports team playing away from home ground)

ομάδα βόλεϊ

noun (group or side of volleyball players)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συνεργάζομαι

verbal expression (co-operate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If we work as a team we'll finish much sooner.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του team στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του team

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.