Τι σημαίνει το teaching στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης teaching στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του teaching στο Αγγλικά.

Η λέξη teaching στο Αγγλικά σημαίνει διδασκαλία, διδασκαλία, διδαχή, διδακτικός, διδάσκω, διδάσκω, διδάσκω, διδάσκω κτ σε κπ, μαθαίνω κτ σε κπ, διδάσκω κτ σε κπ, δάσκαλος, δασκάλα, διδασκαλία σε στελέχη επιχειρήσεων, βοηθητικό εκπαιδευτικό υλικό, βοηθός δασκάλου, πτυχίο διδασκαλίας, βοηθός καθηγητή, πανεπιστημιακό νοσοκομείο, διδακτικό υλικό, διδακτική μέθοδος, παιδαγωγική μέθοδος, εκπαιδευτικό προσωπικό, στυλ διδασκαλίας, διδασκαλία αγγλικών ως δεύτερης γλώσσας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης teaching

διδασκαλία

noun (imparting knowledge)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
John discovered that the teaching of woodworking techniques was more difficult than he had thought.
Ο Τζον ανακάλυψε ότι η διδασκαλία των τεχνικών της ξυλουργικής ήταν πιο δύσκολη από ότι πίστευε.

διδασκαλία

noun (profession)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sophie decided to go into teaching when she finished university.
Η Σοφία αποφάσισε να ασχοληθεί με τη διδασκαλία όταν τελείωσε το πανεπιστήμιο.

διδαχή

noun (often plural (doctrines)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Devout Christians believe we should follow the Bible's teachings.
Οι ευσεβείς Χριστιανοί πιστεύουν ότι πρέπει να ακολουθούμε τις διδαχές της Βίβλου.

διδακτικός

adjective (relating to education)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This researcher also has a teaching role.
Αυτός ο ερευνητής έχει και εκπαιδευτική θέση.

διδάσκω

intransitive verb (give instruction)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When I grow up, I want to teach.
Όταν μεγαλώσω, θέλω να γίνω καθηγητής.

διδάσκω

transitive verb (educate) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lee hopes to teach young children. Who taught you how to skate?
Ποιος σου έμαθε να κάνεις σκέιτ;

διδάσκω

transitive verb (give instruction in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brian wants to teach physics.
Ο Μπράιαν θέλει να κάνει μαθήματα φυσικής.

διδάσκω κτ σε κπ

transitive verb (give instruction to [sb] in)

Ben teaches high school kids French and Spanish.

μαθαίνω κτ σε κπ, διδάσκω κτ σε κπ

(give knowledge of)

The clinic teaches people about health issues.
Το σεμινάριο ενημερώνει τον κόσμο για θέματα υγείας.

δάσκαλος, δασκάλα

noun (US, slang, abbreviation (teacher: term of address)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
How's it going, Teach?

διδασκαλία σε στελέχη επιχειρήσεων

noun (business training)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βοηθητικό εκπαιδευτικό υλικό

(extra teaching material)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

βοηθός δασκάλου

noun (classroom helper)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The teaching assistant helped the teacher grade papers.

πτυχίο διδασκαλίας

noun (postgraduate qualification to teach)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

βοηθός καθηγητή

noun (postgraduate teaching assistant)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Teaching fellows are chosen for their academic achievements, not their teaching ability.

πανεπιστημιακό νοσοκομείο

(medical college hospital)

διδακτικό υλικό

noun (often plural (educational resource)

διδακτική μέθοδος, παιδαγωγική μέθοδος

noun (educational approach or technique)

Lozanov invented a new teaching method in the 1960s.

εκπαιδευτικό προσωπικό

plural noun (people who teach, teachers)

στυλ διδασκαλίας

noun (educational approach)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διδασκαλία αγγλικών ως δεύτερης γλώσσας

noun (initialism (Teaching English as a Second Language)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του teaching στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του teaching

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.