Τι σημαίνει το telling στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης telling στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του telling στο Αγγλικά.

Η λέξη telling στο Αγγλικά σημαίνει αποκαλυπτικός, λεγόμενα, λέω, λέω, λέω, λέω, λέω κτ σε κπ, λέω, λέω σε κπ να κάνει κτ, καταλαβαίνω, μιλάω, μιλάω για κτ, μιλώ για κτ, ξεχωρίζω, αναγνωρίζω, καταλαβαίνω, διαβεβαιώ, διαβεβαιώνω, λέω, λέω, μαντεία, τα χώνω σε κπ, τη λέω σε κπ, κατσάδιασμα, εμένα μου λες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης telling

αποκαλυπτικός

adjective (figurative (revealing)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
These figures are very telling about the city's financial crisis.

λεγόμενα

noun (informal (account)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
By his telling, he put out the fire all by himself.

λέω

transitive verb (say, say to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
What did you tell him?
Τι του είπες;

λέω

transitive verb (inform, convey) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tell me what he said. I finally told her what happened.
Πες μου τι είπε.

λέω

transitive verb (with clause: announce) (σε κάποιον ότι/πώς)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He told the whole school that he was leaving to become a rock musician.
Είπε σε όλο το σχολείο ότι φεύγει για να γίνει μουσικός της ροκ.

λέω

transitive verb (reveal, divulge) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We told them our secret.
Τους αποκαλύψαμε το μυστικό μας.

λέω κτ σε κπ

transitive verb (recount: a story)

Daddy, can you tell me a story?

λέω

(recount [sth] to [sb]) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He told the story to his daughter.
Διηγήθηκε την ιστορία στην κόρη του.

λέω σε κπ να κάνει κτ

verbal expression (command, order)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He told her to clean her room.

καταλαβαίνω

intransitive verb (colloquial (notice)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Can you tell that I've put on ten pounds?
Μπορείς να καταλάβεις ότι έχω πάρει πέντε κιλά;

μιλάω

intransitive verb (confess)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I interrogated him, but he would not tell.
Τον ανέκρινα αλλά δεν είπε τίποτα.

μιλάω για κτ, μιλώ για κτ

(literary (recount)

The ancient legend tells of a princess who slayed a dragon.

ξεχωρίζω

transitive verb (distinguish)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you tell the difference between these two colours? I can't tell that one from this one.
Μπορείς να διακρίνεις τη διαφορά ανάμεσα σε αυτά τα δύο χρώματα.

αναγνωρίζω

transitive verb (identify)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you tell who it is?

καταλαβαίνω

transitive verb (realize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's hard to tell who it is in this light.

διαβεβαιώ, διαβεβαιώνω

transitive verb (assure)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I have done all the work, I tell you.

λέω

transitive verb (explain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tell me exactly how you came to this conclusion.

λέω

transitive verb (carry tales)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You've broken my toy car. I'm telling Mum!
Έσπασες το αυτοκινητάκι μου. Θα το πω στη μαμά!

μαντεία

noun (predicting the future)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τα χώνω σε κπ, τη λέω σε κπ

verbal expression (informal (reprimand) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When the boss found out what had happened, Sally was taken into the office and given a good telling-off.

κατσάδιασμα

noun (UK, informal (act of reprimanding) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εμένα μου λες

interjection (slang (I know, I'm well aware)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
“Petrol's so expensive these days!” “You're telling me!”

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του telling στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του telling

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.