Τι σημαίνει το temper στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης temper στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του temper στο Αγγλικά.

Η λέξη temper στο Αγγλικά σημαίνει διάθεση, θυμώνω εύκολα, μετριάζω, κάνω επαναφορά, οξυθυμία, οξυθυμία, εκρηκτικό ταμπεραμέντο, ευέξαπτος χαρακτήρας, διατηρώ την ψυχραιμία μου, κρατώ την ψυχραιμία μου, έντονη ιδιοσυγκρασία, χάνω την ψυχραιμία μου, ευέξαπτος χαρακτήρας, ευερεθιστότητα, επαναφέρω ένα μέταλλο, έκρηξη οργής, έκρηξη θυμού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης temper

διάθεση

noun (mood)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Try to find out what temper the boss is in, before you ask for your pay rise.
Προσπάθησε να καταλάβεις τι διάθεση έχει το αφεντικό πριν ζητήσεις αύξηση.

θυμώνω εύκολα

noun (ability to get angry)

Hannah has a temper; it's best not to upset her.
Η Χάνα είναι οξύθυμη· καλύτερα μην την εκνευρίσεις.

μετριάζω

transitive verb (often passive (moderate, mitigate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
George's boss tempered her negative appraisal with a few positive comments. Karen's attraction to Brian was tempered by her knowledge of his criminal past.
Το αφεντικό του Τζορτζ μετρίασε την αρνητική αξιολόγησή του με μερικά θετικά σχόλια.

κάνω επαναφορά

transitive verb (iron, steel: strengthen)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The blacksmith tempered the steel, making sure it was strong enough to withstand many years of use.

οξυθυμία

noun (grumpy nature)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have a bad temper, but I am learning to control it.

οξυθυμία

noun (dated (grumpy mood)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My husband is in a bad temper today.

εκρηκτικό ταμπεραμέντο

noun (figurative (tendency to be quick to anger)

Davina was a typical redhead with a fiery temper.

ευέξαπτος χαρακτήρας

noun (figurative, informal (irascibility)

People avoided him because of his hot temper.
Ο κόσμος τον αποφεύγει γιατί είναι τσαντίλας.

διατηρώ την ψυχραιμία μου, κρατώ την ψυχραιμία μου

verbal expression (not get angry)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Rachel managed to keep her temper, despite the severe provocation.

έντονη ιδιοσυγκρασία

noun (euphemism (volatility, quickness to anger) (ευφημισμός)

χάνω την ψυχραιμία μου

verbal expression (get angry)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jeremy is so easily upset; he loses his temper over every little thing.

ευέξαπτος χαρακτήρας

noun (tendency to get angry) (έχω, είμαι)

Patrick has a quick temper, but he always apologizes when he calms down.

ευερεθιστότητα

noun (tendency to be quick to anger)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επαναφέρω ένα μέταλλο

verbal expression (heat and cool metal to strengthen it)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έκρηξη οργής, έκρηξη θυμού

noun (angry outburst)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Even though Carol's an adult, she still has temper tantrums when she doesn't get her way.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του temper στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του temper

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.