Τι σημαίνει το toward στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης toward στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του toward στο Αγγλικά.

Η λέξη toward στο Αγγλικά σημαίνει προς, προς, όσον αφορά κτ, σε ό,τι αφορά κτ, για, προσμετρώμαι σε κτ, κατευθύνομαι προς, κλίνω προς κπ/κτ, γέρνω, ασεβής προς, είμαι θετικά διακείμενος απέναντι σε κπ/κτ, κτ απευθύνεται σε κτ/κπ, απευθύνομαι σε κπ/κτ, πάω προς κπ/κτ, πηγαίνω προς κπ/κτ, έλκομαι από κτ, προδιαθέτω θετικά, προϊδεάζω θετικά, γέρνω προς κπ/κτ, κοιτάω προς κπ/κτ, κινούμαι προς, στρέφομαι προς, στρέφομαι σε, στρέφομαι προς, στρέφομαι σε, στρέφω κτ σε κτ, απευθύνομαι, κατευθύνω, οδηγώ, στρέφω, έχω την τάση να, τείνω να, προς το τέλος, προς το τέλος, εργάζομαι για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης toward

προς

preposition (in the direction of)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Walk toward the Capitol and turn left on 8th Street.
Πήγαινε όλο ευθεία προς το Καπιτώλιο και μετά στρίψε αριστερά, στην 8η λεωφόρο.

προς

preposition (facing)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
She was standing with her back towards me.
Στεκόταν με την πλάτη προς το μέρος μου.

όσον αφορά κτ, σε ό,τι αφορά κτ

preposition (figurative (with regard to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My colleague's attitude toward punctuality could do with some improvement.

για

preposition (figurative (for, contributing to)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
I've put a bit of money away toward my summer holiday.
Έβαλα λίγα χρήματα στην άκρη για τις καλοκαιρινές μου διακοπές.

προσμετρώμαι σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (contribute to total)

Holly's German class doesn't count toward graduation credits; she's simply taking the class for fun.

κατευθύνομαι προς

phrasal verb, transitive, inseparable (go in direction of)

We last saw them heading toward Los Angeles.

κλίνω προς κπ/κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (tend towards, prefer) (μεταφορικά)

In the upcoming election, he is leaning towards the Democrats.
Όσον αφορά τις επερχόμενες εκλογές, κλίνει προς τους Δημοκρατικούς.

γέρνω

transitive verb (direct, turn) (κάτι προς κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ασεβής προς

(rude)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He was disrespectful towards his mother when he yelled at her.

είμαι θετικά διακείμενος απέναντι σε κπ/κτ

verbal expression (formal (like)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κτ απευθύνεται σε κτ/κπ

(aim at)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The TV company geared the show toward teenage girls.
Η τηλεοπτική εταιρεία επέλεξε η εκπομπή να απευθύνεται σε έφηβα κορίτσια.

απευθύνομαι σε κπ/κτ

verbal expression (intended for)

The 10k run/walk is geared toward all levels of ability, from professional marathoners to moms with strollers.

πάω προς κπ/κτ, πηγαίνω προς κπ/κτ

(move in the direction of)

She got up and went towards the door.

έλκομαι από κτ

(be affected by gravity)

The planets in the Solar System gravitate towards the Sun.

προδιαθέτω θετικά, προϊδεάζω θετικά

(figurative (give [sb] a preference for) (για κτ)

To be honest, the fact that Tom doesn't like it inclines me towards it even more.

γέρνω προς κπ/κτ

(incline body in the direction of) (κυριολεκτικά)

My grandmother often leans toward me in order to hear every word that I say.

κοιτάω προς κπ/κτ

(look in direction of [sb/sth])

κινούμαι προς

(approach, get closer to)

As we moved towards the stadium, we could hear the cheers of the crowd.

στρέφομαι προς, στρέφομαι σε

(figurative (tend towards) (μεταφορικά)

An increasing number of businesses are moving towards cloud computing.

στρέφομαι προς, στρέφομαι σε

verbal expression (figurative (tend towards) (μεταφορικά)

More companies are moving towards allowing their employees to work from home on certain days.

στρέφω κτ σε κτ

(adjust, position [sth])

Sally oriented her plants to the south for the best sunlight.

απευθύνομαι

adjective (US (focused on)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The resort is oriented toward young couples without children.
Το θέρετρο απευθύνεται σε νεαρά ζευγάρια χωρίς παιδιά.

κατευθύνω, οδηγώ, στρέφω

transitive verb (figurative (towards option) (μεταφορικά: κπ προς κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Beth's parents steered her towards a career in finance.
Οι γονείς της Μπεθ την προσανατολίζουν προς μια καριέρα στα οικονομικά.

έχω την τάση να, τείνω να

(be disposed, inclined to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Certain writers tend towards exaggeration.
Ορισμένοι συγγραφείς τείνουν να υπερβάλλουν.

προς το τέλος

adverb (in the final stages)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

προς το τέλος

expression (in the final stages of [sth]) (κάποιου πράγματος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εργάζομαι για κτ

(aim for, strive to reach: [sth])

Gary is working towards a degree.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του toward στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του toward

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.