Τι σημαίνει το tread στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tread στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tread στο Αγγλικά.

Η λέξη tread στο Αγγλικά σημαίνει περπατάω, περπατώ, πατάω, πατώ, περπατάω, περπατώ, αυλακώσεις, περπάτημα, βάδισμα, βήματα, σκαλοπάτι, σκαλί, πέλμα, είμαι προσεκτικός, προχωράω προσεκτικά, βαδίζω προσεκτικά, μπαίνω στα χωράφια κπ, σανίδι, κρατώ το κεφάλι μου πάνω από την επιφάνεια του νερού κουνώντας τα άκρα, πασχίζω, προσπαθώ, μοχθώ χωρίς αποτέλεσμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tread

περπατάω, περπατώ

intransitive verb (walk)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I trod with care as I crossed the slippery ground. You've trodden all over the carpet in your muddy boots!
Περπατούσα με προσοχή ενώ διέσχιζα το ολισθηρό έδαφος.

πατάω, πατώ

(trample, squash)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The great oaf wasn't looking where he was going and he trod on my foot! Tread softly for you tread upon my dreams. (W.B. Yeats)
Ο πανίβλακας δεν κοίταζε που πήγαινε και μου πάτησε το πόδι!

περπατάω, περπατώ

transitive verb (walk somewhere) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As she walked along the path, Charlotte thought of all the people who must have trodden it before her. That man is the greatest scoundrel who ever trod this earth!
Ενώ περπατούσε στο μονοπάτι η Σάρλοτ σκεφτόταν όλους τους ανθρώπους που πρέπει να το έχουν περπατήσει πριν από εκείνη.

αυλακώσεις

noun (grooves on a tire)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I need to get new tyres; there's not much tread left on these.
Πρέπει να αγοράσω καινούρια λάστιχα· σε αυτά δεν έχει μείνει και πολλές αυλακώσεις.

περπάτημα, βάδισμα

noun (manner of walking)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
For such a large man, John had a light tread.

βήματα

noun (sound of walking) (ήχος)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Wendy had been waiting for hours when she finally heard Peter's tread on the gravel behind her.

σκαλοπάτι, σκαλί

noun (flat part of step)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Be careful going down the stairs; the treads are very narrow.

πέλμα

noun (bottom of shoe)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The footprint matched the tread on the suspect's shoe.

είμαι προσεκτικός

(figurative (be cautious or gentle)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
He's quite sensitive about that, so tread carefully.
Είναι αρκετά ευαίσθητος μ' αυτό το θέμα, γι' αυτό να είσαι προσεκτικός.

προχωράω προσεκτικά, βαδίζω προσεκτικά

(walk cautiously)

Tread carefully, so you don't disturb the wildlife.
Προχώρα προσεκτικά για να μην ενοχλήσεις τα ζώα.

μπαίνω στα χωράφια κπ

verbal expression (figurative (encroach on [sb]'s territory) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The new employee trod on Gloria's toes when he sold some new products to her clients.

σανίδι

verbal expression (figurative (act on stage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The actress had longed to tread the boards since she had been a child.

κρατώ το κεφάλι μου πάνω από την επιφάνεια του νερού κουνώντας τα άκρα

verbal expression (keep head above water by moving limbs)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Beginners' swimming lessons include teaching students how to tread water.

πασχίζω, προσπαθώ, μοχθώ χωρίς αποτέλεσμα

verbal expression (figurative (exert energy without making progress) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We're treading water until the Euro/Pound exchange rate improves. I'm just treading water now because I don't know how to progress.
Προσπαθούμε μέχρι να βελτιωθεί η ισοτιμία Ευρώ - Λίρας. Απλά προσπαθώ γιατί δεν ξέρω πως να κάνω πρόοδο.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tread στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του tread

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.