Τι σημαίνει το used to στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης used to στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του used to στο Αγγλικά.

Η λέξη used to στο Αγγλικά σημαίνει χρησιμοποιώ, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιώ κτ ως κτ, συνηθίζω, χρησιμότητα, χρήση, -, δικαίωμα χρήσης, χρήσιμος, -, χρησιμοποιώ, κάνω χρήση, τελειώνω, διαταραχή χρήσης αλκοόλ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, δεν έχει νόημα να κλαις πάνω από το χυμένο γάλα, εύκολος στη χρήση, τελική χρήση, έχω στη διάθεσή μου, απολαμβάνω, καλός σκοπός, μπορώ να χρησιμοποιήσω, έχω στη διάθεση μου, κακομεταχειρίζομαι, χρησιμοποιούμενος, υπάρχων, τρέχων, παρών, αξιοποιώ, χρησιμοποιώ, δεν έχει νόημα, είναι ανούσιο, δεν έχει νόημα να κάνεις κτ, είναι ανούσιο να κάνεις κτ, που βοηθάει κάπως, που βοηθάει λίγο, χρήσιμος, χρήσιμος, που έχει αποσυρθεί, κατάχρηση, καταχρώμαι, ετοιμάζω, προετοιμάζω, χρησιμοποιώ αποτελεσματικά, χρησιμοποιώ, ξαναχρησιμοποιώ, δικαίωμα χρήσης, όροι χρήσης, διαχειρίζομαι τα οικονομικά μου, χρησιμοποιώ χρήματα, χρήση του λόγου, τρόπος έκφρασης, χρησιμοποιώ κτ προς όφελός μου, βάλε το μυαλό σου να δουλέψει, ημερομηνία λήξης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης used to

χρησιμοποιώ

transitive verb (employ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He uses various tools to build furniture.
Χρησιμοποιεί διάφορα εργαλεία για να φτιάξει έπιπλα.

χρησιμοποιώ

transitive verb (avail yourself of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I often use the local library to borrow books.
Συχνά χρησιμοποιώ την τοπική βιβλιοθήκη για να δανείζομαι βιβλία.

χρησιμοποιώ

transitive verb (exercise)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You need to use your brain more often.
Πρέπει να χρησιμοποιείς το μυαλό σου πιο συχνά.

χρησιμοποιώ κτ ως κτ

(put to a certain purpose)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The adder uses its tail as a lure.

συνηθίζω

auxiliary verb (always in past (in the past)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He used to ride his bike, but now he drives. I didn't use to like this song, but it's growing on me!
Συνήθιζε να πηγαίνει με το ποδήλατο, αλλά τώρα οδηγεί.

χρησιμότητα

noun (purpose)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What is the use of this programme?
Ποια είναι η χρησιμότητα αυτού του προγράμματος;

χρήση

noun (putting into service)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The use of a computer increased productivity.
Η χρησιμοποίηση του υπολογιστή αύξησε την αποδοτικότητα.

-

noun (employment) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We hired a consultant to ensure we were getting the best use from our staff.
Προσλάβαμε έναν σύμβολο για να εξασφαλίσουμε ότι εκμεταλλευόμαστε με τον καλύτερο τρόπο το προσωπικό μας.

δικαίωμα χρήσης

noun (privilege to use)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
He lost the use of the car after he stayed out too late one night.

χρήσιμος

noun (help)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The hammer is of no use here.
Το σφυρί δεν είναι χρήσιμο εδώ.

-

noun (need) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Don't take the hammer. I have a use for it.
Μην πάρεις το σφυρί. Το χρειάζομαι.

χρησιμοποιώ

transitive verb (exploit [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She used him for what she wanted, and left him.

κάνω χρήση

transitive verb (habitually consume substance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He has taken to using cocaine.
Άρχισε να κάνει χρήση κοκαΐνης.

τελειώνω

phrasal verb, transitive, separable (consume completely, exhaust)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I used up nearly everything in the refrigerator for this meal. Mary used up all my gas and didn't refill the tank.
Τελείωσα σχεδόν ό,τι είχε το ψυγείο γι' αυτό το γεύμα. Η Μαίρη τελείωσε όλη τη βενζίνη μου και δεν ξαναγέμισε το ντεπόζιτο.

διαταραχή χρήσης αλκοόλ

noun (alcoholism)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (own usage)

δεν έχει νόημα να κλαις πάνω από το χυμένο γάλα

expression (figurative (it's pointless to regret what is done) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εύκολος στη χρήση

adjective (not difficult to use)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This easy-to-use mobile phone is specially designed for the elderly.

τελική χρήση

noun ([sth]'s purpose)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έχω στη διάθεσή μου

transitive verb (have available for use)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απολαμβάνω

transitive verb (take pleasure in the use of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καλός σκοπός

noun (useful purpose)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Her latest video makes good use of high-speed photography.

μπορώ να χρησιμοποιήσω

transitive verb (be able to use)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
John is paraplegic; he doesn't have the use of his legs.

έχω στη διάθεση μου

transitive verb (have permission to use)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My friend has said that I can have the use of his garage while he is on holiday.

κακομεταχειρίζομαι

transitive verb (treat badly, abuse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χρησιμοποιούμενος

adjective (being used)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Is this book in use or can I borrow it?

υπάρχων, τρέχων, παρών

adjective (current, extant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αξιοποιώ

verbal expression (utilize fully or effectively)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He made good use of the time he was allotted.

χρησιμοποιώ

verbal expression (utilize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This stew makes use of all the leftovers in your refrigerator.

δεν έχει νόημα, είναι ανούσιο

expression (it is pointless) (να κάνει κάποιος κάτι)

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
It's no use calling out his name, he can't hear you any more.

δεν έχει νόημα να κάνεις κτ, είναι ανούσιο να κάνεις κτ

expression (it is pointless)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There's no point in asking Jake if you can borrow his car; he'll say no. There's no use in telling me now that I shouldn't put that vase there; you should have mentioned it before I knocked it over and broke it.

που βοηθάει κάπως, που βοηθάει λίγο

adjective (somewhat helpful)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρήσιμος

adjective (thing: serving a purpose)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The map is small, but it is still of some use. The new equipment will be of use to the workers.

χρήσιμος

adjective (person: helpful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm glad I was of use when Carol needed my help.

που έχει αποσυρθεί

adjective (no longer being used)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατάχρηση

noun (too much use)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καταχρώμαι

transitive verb (use too much) (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ετοιμάζω, προετοιμάζω

verbal expression (make ready to be used)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I've already prepared my tools for use so as to save time later.
Έχω ήδη ετοιμάσει τα εργαλεία μου για να κερδίσω χρόνο αργότερα.

χρησιμοποιώ αποτελεσματικά

verbal expression (use effectively)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm going to put my lunch hour to good use by going to the supermarket. Chicken bones can be put to good use by using them to make soup.
Θα χρησιμοποιήσω αποτελεσματικά το χρόνο του μεσημεριανού διαλείμματος στη δουλειά και θα πάω στο σούπερ μάρκετ.

χρησιμοποιώ

verbal expression (make use of [sb/sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξαναχρησιμοποιώ

transitive verb (use again) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Are you planning to reuse this plastic bottle?
Σχεδιάζεις να ξαναχρησιμοποιήσεις αυτό το πλαστικό μπουκάλι;

δικαίωμα χρήσης

noun (authorization)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Membership grants one the right of use of all the club's facilities.

όροι χρήσης

plural noun (rules for using [sth])

The terms of use state the rules you must follow in order to use the service.

διαχειρίζομαι τα οικονομικά μου

verbal expression (manage one's finances)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Use money wisely.

χρησιμοποιώ χρήματα

verbal expression (acquire by paying for)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you want to buy this, you'll need to use money; they don't accept credit cards.

χρήση του λόγου

noun (verbal skills)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τρόπος έκφρασης

noun (style of language)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χρησιμοποιώ κτ προς όφελός μου

verbal expression (exploit for personal gain)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My father went to this university, so I'm going to use that to my advantage and mention it in my application essay.

βάλε το μυαλό σου να δουλέψει

verbal expression (figurative, informal, UK (think, use common sense)

ημερομηνία λήξης

noun (day by which [sth] must be used or consumed)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του used to στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του used to

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.