Τι σημαίνει το used στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης used στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του used στο Αγγλικά.

Η λέξη used στο Αγγλικά σημαίνει μεταχειρισμένος, χρησιμοποιημένος, χρησιμοποιούμαι για κτ, χρησιμοποιούμαι για κτ, φθαρμένος, πολυχρησιμοποιημένος, συνήθιζα να κάνω κτ, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιώ κτ ως κτ, συνηθίζω, χρησιμότητα, χρήση, -, δικαίωμα χρήσης, χρήσιμος, -, χρησιμοποιώ, κάνω χρήση, είμαι εξοικειωμένος, είμαι συνηθισμένος, είμαι μαθημένος, συνηθίζω, συνηθίζω, κακομεταχειρισμένος, μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, μεταχειρισμένο αμάξι, μεταχειρισμένα ρούχα, που τελείωσε, που εξαντλήθηκε, πολυχρησιμοποιημένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης used

μεταχειρισμένος, χρησιμοποιημένος

adjective (second-hand) (από δεύτερο χέρι)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
She gave us her used baby clothes.
Μας έδωσε τα φορεμένα μωρουδιακά ρούχα της.

χρησιμοποιούμαι για κτ

(utilized for [sth])

Ο φούρνος μικροκυμάτων χρησιμοποιείται για να ζεσταίνουμε το φαγητό.

χρησιμοποιούμαι για κτ

expression (utilized for [sth])

Pencils are used for writing.
Τα μολύβια χρησιμοποιούνται για γράψιμο.

φθαρμένος, πολυχρησιμοποιημένος

adjective (worn out)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
You can't wear that coat, it's too well used.
Δεν μπορείς να φορέσεις αυτό το παλτό, είναι φθαρμένο.

συνήθιζα να κάνω κτ

verbal expression (did, was habitually)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I used to go to the local church when I was young. I used to be very shy.
Συνήθιζα να πηγαίνω στην εκκλησία της γειτονιάς όταν ήμουν νέος.

χρησιμοποιώ

transitive verb (employ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He uses various tools to build furniture.
Χρησιμοποιεί διάφορα εργαλεία για να φτιάξει έπιπλα.

χρησιμοποιώ

transitive verb (avail yourself of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I often use the local library to borrow books.
Συχνά χρησιμοποιώ την τοπική βιβλιοθήκη για να δανείζομαι βιβλία.

χρησιμοποιώ

transitive verb (exercise)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You need to use your brain more often.
Πρέπει να χρησιμοποιείς το μυαλό σου πιο συχνά.

χρησιμοποιώ κτ ως κτ

(put to a certain purpose)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The adder uses its tail as a lure.

συνηθίζω

auxiliary verb (always in past (in the past)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He used to ride his bike, but now he drives. I didn't use to like this song, but it's growing on me!
Συνήθιζε να πηγαίνει με το ποδήλατο, αλλά τώρα οδηγεί.

χρησιμότητα

noun (purpose)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What is the use of this programme?
Ποια είναι η χρησιμότητα αυτού του προγράμματος;

χρήση

noun (putting into service)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The use of a computer increased productivity.
Η χρησιμοποίηση του υπολογιστή αύξησε την αποδοτικότητα.

-

noun (employment) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We hired a consultant to ensure we were getting the best use from our staff.
Προσλάβαμε έναν σύμβολο για να εξασφαλίσουμε ότι εκμεταλλευόμαστε με τον καλύτερο τρόπο το προσωπικό μας.

δικαίωμα χρήσης

noun (privilege to use)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
He lost the use of the car after he stayed out too late one night.

χρήσιμος

noun (help)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The hammer is of no use here.
Το σφυρί δεν είναι χρήσιμο εδώ.

-

noun (need) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Don't take the hammer. I have a use for it.
Μην πάρεις το σφυρί. Το χρειάζομαι.

χρησιμοποιώ

transitive verb (exploit [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She used him for what she wanted, and left him.

κάνω χρήση

transitive verb (habitually consume substance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He has taken to using cocaine.
Άρχισε να κάνει χρήση κοκαΐνης.

είμαι εξοικειωμένος

verbal expression (familiar with) (με κάτι)

Jen is used to noise; she has six children.

είμαι συνηθισμένος, είμαι μαθημένος

verbal expression (accustomed to doing)

I'm used to skipping lunch because I'm always so busy.
Έχω συνηθίσει να παραλείπω το μεσημεριανό, επειδή είμαι πάντα τόσο απασχολημένος.

συνηθίζω

verbal expression (develop habit)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You will soon get used to working the night shift.
Σε λίγο καιρό θα συνηθίσεις να δουλεύεις νυχτερινή βάρδια.

συνηθίζω

verbal expression (no longer be bothered by [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I eventually got used to the constant noise.
Τελικά συνήθισα τον συνεχή θόρυβο.

κακομεταχειρισμένος

adjective (treated badly)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, μεταχειρισμένο αμάξι

noun (second-hand motor vehicle)

μεταχειρισμένα ρούχα

noun (second-hand clothes)

που τελείωσε, που εξαντλήθηκε

adjective (supply: exhausted)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The flour was used up last night when we made bread.

πολυχρησιμοποιημένος

adjective (having been used a lot)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του used στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του used

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.