Τι σημαίνει το vivo στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης vivo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vivo στο ισπανικά.
Η λέξη vivo στο ισπανικά σημαίνει ζω, μένω, ζω, ζω, ζω, ζω, επιβιώνω, ζω, ζω, κάνω, βιώνω, ζω, ακολουθώ, κάνω, ζω, ζω, τα προς το ζην, κατοικώ, διαμένω, κάνω πραγματικότητα, κατοικώ, διαμένω, μένω, ζω, κατοικώ, δουλειά, ζω, ζωντανός, αναμμένος, πυρωμένος, ηλεκτροφόρος, εν ζωή, ζωντανός, ζωντανός, αστραποβόλος, σπινθηροβόλος, που ανασαίνει, που αναπνέει, αετονύχης, ζωντανός, ζωντανός, ζωντανός, που τα πιάνει γρήγορα, ζωηρός, έντονος, χτυπητός, ζωηρός, δυνατός, βαθύς, πλούσιος, έντονος, φωτεινός, νοικιάζω, συζώ, ζω, κατοικώ, μένω, διαμένω, διαμένω, κατοικώ, παρακαλώ, ζητιανεύω, ζω εις βάρος άλλου, ζω με έξοδα άλλου, σκληρός, εκτός πραγματικότητας, δικαίωμα στην ασφάλεια, καλή ζωή, μισθός που επαρκεί για τη διαβίωση, νέα πνοή, όρεξη για ζωή, ψυχή του γλεντιού, μακροζωία, μακροβιότητα, όρεξη για ζωή, πάθος για ζωή, δίψα για ζωή, αγάπη για τη ζωή, τρόπος ζωής, ζω σαν γουρούνι, συναναστρέφομαι ανθρώπους κατώτερης κοινωνικής τάξης από τη δική μου, περνάω δυσκολίες, όσο ζω μαθαίνω, κοιτάω τη δουλειά μου και δεν ασχολούμαι με τους άλλους, ζούμε σαν αντρόγυνο, ζούμε σαν παντρεμένο ζευγάρι, ζούμε σαν παντρεμένος, ζω στα άκρα, ο χρόνος μου είναι μετρημένος, τα βγάζω πέρα ίσα-ίσα, ζω για κτ, ζω και αναπνέω για κτ, συμπεριφέρομαι απερίσκεπτα/επικίνδυνα, ζω για πάντα, είμαι αθάνατος, ζω επικίνδυνα και παρακμιακά, ξεπέφτω, συνυπάρχω αρμονικά, ζω ειρηνικά, ζω στη φτώχεια/ένδεια, ζω τρεφόμενος μόνο με, ζω απλά/απλοΐκά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης vivo
ζω, μένωverbo intransitivo (habitar) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Luca vive en el segundo piso. Ο Λουκάς ζει (or: μένει) στον δεύτερο όροφο. |
ζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dos trabajos de tiempo completo no es manera de vivir. |
ζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¡El Rey no está muerto! ¡Vive! Ο βασιλιάς δεν είναι νεκρός! Ζει (or: Είναι ζωντανός)! |
ζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sí, todavía vive. Debe tener 90 años de edad. Ναι, ζει ακόμα. Πρέπει να είναι ενενήντα ετών. |
ζω, επιβιώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mucha gente alrededor del mundo vive con menos de un dólar al día. Πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ζουν (or: επιβιώνουν) με λιγότερο από ένα δολάριο τη μέρα. |
ζωverbo intransitivo (disfrutar) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No puedes trabajar toda tu vida, ¡tienes que vivir! Δεν μπορείς να δουλεύεις όλη σου τη ζωή. Πρέπει και να ζήσεις! |
ζω, κάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Muchos monjes viven una vida espartana. Πολλοί μοναχοί διάγουν σπαρτιάτικη ζωή. |
βιώνω, ζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aún vive la guerra en su imaginación. Βιώνει (or: Ζει) ακόμα τον πόλεμο με τη φαντασία του. |
ακολουθώ, κάνω(τρόπος ζωής) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vive una vida moral tal como la predica. Ζει ηθικά, όπως υποστηρίζει και με τα λόγια του. |
ζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Esta especie vive principalmente en el Amazonas. Αυτό το είδος ζει κυρίως στον Αμαζόνιο. |
ζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¡Mientras viva ese hombre no pisará mi casa! Όσο ζω αυτός ο άντρες δεν θα πατήσει το πόδι του στο σπίτι μου! |
τα προς το ζην
Se gana un modesto vivir como conserje. Βγάζει με κόπο τα προς το ζην δουλεύοντας ως επιστάτης. |
κατοικώ, διαμένωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El viejo vive en una cabaña en el bosque. Ο γέρος κατοικεί (or: διαμένει) σε μια καλύβα στο δάσος. |
κάνω πραγματικότηταverbo transitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Alentó a sus alumnos a vivir sus sueños. Παρότρυνε τους μαθητές του να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα. |
κατοικώ, διαμένω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) George ha residido aquí toda su vida. Ο Τζωρτζ διέμενε (or: ζούσε) εδώ ολόκληρη τη ζωή του. |
μένω, ζω, κατοικώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) En India, mucha gente reside en villas miseria. Στην Ινδία, πολλοί φτωχοί άνθρωποι κατοικούν σε παραγκουπόλεις. |
δουλειά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ¿Cuál es tu trabajo? Soy dentista. Τί επάγγελμα κάνεις; Είμαι οδοντίατρος. |
ζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi abuelo llevó una vida dura. Ο παππούς μου έζησε δύσκολη ζωή. |
ζωντανόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Compramos cangrejos vivos para la cena. Αγοράσαμε ζωντανά καβούρια για το δείπνο. |
αναμμένος, πυρωμένοςadjetivo (brasas, ascuas) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) No toques los carbones del fuego, están vivos aún. Μην αγγίζετε τα κάρβουνα από τη φωτιά. Είναι ακόμα αναμμένα (or: πυρωμένα). |
ηλεκτροφόρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) No toques los cables; todavía están conectados a la red. |
εν ζωή
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Es el más grande escritor noruego vivo. Είναι ο σπουδαιότερος εν ζωή συγγραφέας της Νορβηγίας. |
ζωντανόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dos de las cuatro hermanas de Hall todavía están vivas. Δύο από τις αδερφές Χαλ ζουν ακόμα. |
ζωντανός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Al llegar a la entrevista de trabajo, Amanda entró en una oficina muy viva. Όταν η Αμάντα έφτασε για τη συνέντευξη, μπήκε σε ένα γραφείο όλο ζωή. |
αστραποβόλος, σπινθηροβόλος(μτφ: εκπέμπει ζωντάνια) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που ανασαίνει, που αναπνέει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El bebé estaba herido, pero aún estaba vivo. Το μωρό τραυματίστηκε, αλλά ακόμη ανέπνεε. |
αετονύχης(figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) John es un vivo, no puedes fiarte de él. |
ζωντανόςadjetivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El latín no es una lengua viva. Τα Λατινικά δεν είναι ζωντανή γλώσσα. |
ζωντανόςadjetivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tienen una fe viva, a diferencia de las creencias nominales de tantos otros. Η πίστη τους είναι ζωντανή, αντίθετα από την επιφανειακή πίστη πολλών άλλων ανθρώπων. |
ζωντανός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El equipo de vóleibol devolvió la bola y mantuvo vivo el juego. |
που τα πιάνει γρήγορα(ανεπίσημο, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζωηρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
έντονος(color) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Las paredes estaban pintadas de intensos, vibrantes colores. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι σε έντονα, ζωντανά χρώματα. |
χτυπητός(color) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) No puedes no verla, trae un top rosa chillón. Αποκλείεται να μην τη δεις, φορά ένα χτυπητό ροζ τοπ. |
ζωηρός, δυνατός(fuego) (φωτιά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El ardiente fuego destruyó una docena de casas. |
βαθύς, πλούσιος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La pintura estaba llena de ricos matices. |
έντονος, φωτεινόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La pintura tiene muchos colores vivos (or: vividos). |
νοικιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Tienes tu propia casa o alquilas? Έχεις δικό σου σπίτι ή νοικιάζεις; |
συζώ(formal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ζω, κατοικώ, μένω, διαμένω(σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los ermitaños han habitado este bosque durante siglos. Ερημίτες κατοικούν σε αυτό το δάσος εδώ και αιώνες. |
διαμένω, κατοικώ(δωμάτιο, χώρο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Una estrella de rock y su banda están ocupando la suite del ático. Ένας ροκ σταρ και η μπάντα του μένουν στο ρετιρέ. |
παρακαλώ, ζητιανεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ζω εις βάρος άλλου, ζω με έξοδα άλλου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No puedes gorronear para siempre; debes conseguir un trabajo. |
σκληρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A muchas personas les gusta la experiencia agreste de ir de acampada. |
εκτός πραγματικότηταςlocución verbal (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los políticos que creen que pueden recortar los servicios públicos y mantener su popularidad viven en un mundo irreal. Οι πολιτικοί που πιστεύουν ότι μπορούν να υποβιβάσουν τις δημόσιες υπηρεσίες και να διατηρήσουν τη δημοφιλία τους βρίσκονται προφανώς εκτός πραγματικότητας. |
δικαίωμα στην ασφάλεια
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Una de las "Cuatro Libertades" de Roosvelt era el derecho a vivir sin temor. |
καλή ζωήexpresión (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Está viviendo como un rajá en su yate en el Mediterráneo. |
μισθός που επαρκεί για τη διαβίωση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Esta compañía no paga ni un sueldo que alcance para vivir. |
νέα πνοή, όρεξη για ζωή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Haber perdido peso me dio renovadas ganas de vivir. |
ψυχή του γλεντιού(ES, coloquial) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Me encanta salir con Marcos; es la alegría de la huerta. |
μακροζωία, μακροβιότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tenía 96 años cuando murió. ¡Esa es una larga vida! |
όρεξη για ζωή, πάθος για ζωήexpresión (fam) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dejó las drogas, y recuperó la alegría de vivir. |
δίψα για ζωήlocución nominal femenina (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αγάπη για τη ζωήexpresión (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τρόπος ζωής(voz latina) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ζω σαν γουρούνιlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Colin vive como un cerdo en su piso. |
συναναστρέφομαι ανθρώπους κατώτερης κοινωνικής τάξης από τη δική μουlocución verbal (figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο ιδιοκτήτης της έπαυλης πάλι έριξε το επίπεδό του συναναστρεφόμενος τους ντόπιους στο μπαρ. |
περνάω δυσκολίεςlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sé bueno con ella; está viviendo un momento realmente difícil. |
όσο ζω μαθαίνω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) «Vivir y aprender» es mi lema: todos aprendemos de nuestros errores. |
κοιτάω τη δουλειά μου και δεν ασχολούμαι με τους άλλουςlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Esos dos hombres solían pelear todo el tiempo, pero ahora decidieron vivir y dejar vivir. |
ζούμε σαν αντρόγυνο, ζούμε σαν παντρεμένο ζευγάρι, ζούμε σαν παντρεμένοςlocución verbal (εγώ και κάποιος άλλος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No sé si están casados, pero viven como marido y mujer hace años. |
ζω στα άκρα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A Louise le gusta tomar riesgos y vivir al límite. |
ο χρόνος μου είναι μετρημένος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si continuas fumando, estarás viviendo tiempo prestado dentro de poco. |
τα βγάζω πέρα ίσα-ίσα(καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Por entonces vivíamos muy precariamente, apenas si nos alcanzaba para comer. |
ζω για κτ, ζω και αναπνέω για κτ(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cuando era adolescente, vivía sólo para el ballet. Όταν ήμουν έφηβη, ζούσα για το μπαλέτο. Το αγόρι της ζει για το ποδόσφαιρο, δε μοιάζει να τον ενδιαφέρει τίποτα άλλο. |
συμπεριφέρομαι απερίσκεπτα/επικίνδυναlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζω για πάντα, είμαι αθάνατος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζω επικίνδυνα και παρακμιακά, ξεπέφτωlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se conoce a las estrellas de rock por vivir de alocadamente y morir jóvenes. |
συνυπάρχω αρμονικά, ζω ειρηνικάlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Es incapaz de vivir en paz con quienes le rodean. |
ζω στη φτώχεια/ένδειαlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La mitad del planeta vive en la miseria y la otra mitad tira comida en buen estado. |
ζω τρεφόμενος μόνο μεlocución verbal (figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El hombre no puede vivir de pan. |
ζω απλά/απλοΐκά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si vivieras austeramente, no tendrías que trabajar tantas horas. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vivo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του vivo
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.