Τι σημαίνει το vivo στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης vivo στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vivo στο πορτογαλικά.
Η λέξη vivo στο πορτογαλικά σημαίνει εν ζωή, ζωντανός, ζωντανοί, ζωντανός, ζωντανός, στον κόσμο, στη γη, ζωντανός, ζωηρός, ζωντανός, ζωντανός, ενεργός, οι ζωντανοί, ζωηρός, δραστήριος, ζωηρός, ζωντανός, όλος ζωντάνια, γεμάτος ζωντάνια, ευδιάθετος, εύθυμος, πρόσχαρος, ζωηρός, φωτεινός, έντονος, που ανασαίνει, που αναπνέει, ευδιάθετος, πρόσχαρος, κεφάτος, δραστήριος, παιχνιδιάρης, ζωηρός, ζωντανός νεκρός, ζόμπι, παραμένω εν ζωή/ζωντανός, ζόμπι, ζόμπι, με λαμπερά μάτια, που δίνει συναυλία, ζωντανή εκπομπή, ζωηρό/έντονο ενδιαφέρον, ζώο, ζωντανό πλάσμα, μουσική παράσταση, χρήματα για μικροέξοδα, ζωντανή μουσική, ζωντανή εκτέλεση, ζωντανό ον, διατηρώ ζωντανό, εικόνα, live show, μετρητά, μουσική ερμηνευμένη από ορχήστρα χάλκινων ή πνευστών, ζω, ζωντανά, ζωντανός, ζωντανά, ρευστό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης vivo
εν ζωήadjetivo (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Ele é o maior escritor vivo da Noruega. Είναι ο σπουδαιότερος εν ζωή συγγραφέας της Νορβηγίας. |
ζωντανόςadjetivo (vivendo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Duas das quatro irmãs Hall ainda estão vivas. Δύο από τις αδερφές Χαλ ζουν ακόμα. |
ζωντανοίsubstantivo masculino (que vive) Depois do ataque à bomba, ela se encontrava entre os vivos. Μετά τη βομβιστική επίθεση, ήταν ανάμεσα στους ζωντανούς. |
ζωντανόςadjetivo (contemporâneo) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Τα Λατινικά δεν είναι ζωντανή γλώσσα. |
ζωντανόςadjetivo (forte) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Η πίστη τους είναι ζωντανή, αντίθετα από την επιφανειακή πίστη πολλών άλλων ανθρώπων. |
στον κόσμο, στη γηadjetivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Você me fez o homem vivo mais feliz! |
ζωντανόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ben era uma pessoa vivaz que gostava de festejar. Ο Μπεν ήταν ένας άνθρωπος μες στη ζωντάνια που του άρεσαν τα πάρτι. |
ζωηρόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ζωντανόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nós compramos siris vivos para o jantar. Αγοράσαμε ζωντανά καβούρια για το δείπνο. |
ζωντανόςadjetivo (transmissão de programa: ao vivo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Essa transmissão é ao vivo ou gravada? Αυτή η μετάδοση είναι ζωντανή (or: λάιβ) ή μαγνητοσκοπημένη; |
ενεργόςadjetivo (munição) (επίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) No treinamento, o exército usa cartuchos sem bala em vez de balas reais. Στην εκπαίδευση, ο στρατός χρησιμοποιεί άσφαιρα και όχι αληθινά πυρά. |
οι ζωντανοίsubstantivo masculino (ser vivo) Ele voltará para julgar os vivos e os mortos. |
ζωηρόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δραστήριος, ζωηρόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ζωντανόςadjetivo (animado) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
όλος ζωντάνια, γεμάτος ζωντάνιαadjetivo (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ευδιάθετος, εύθυμος, πρόσχαρος(pessoa) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Emma está sempre alegre, até mesmo de manhã. Η Έμμα πάντα είναι μέσα στη ζωντάνια, ακόμη και το πρωί. |
ζωηρός, φωτεινός, έντονος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) As cores vívidas do pôr do sol eram belas de se contemplar. Ήταν ωραίο να βλέπει κανείς τα ζωηρά χρώματα του δειλινού. |
που ανασαίνει, που αναπνέει(BRA, respirar: gerúndio) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) O bebê estava machucado, mas ainda estava respirando. Το μωρό τραυματίστηκε, αλλά ακόμη ανέπνεε. |
ευδιάθετος, πρόσχαρος, κεφάτοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δραστήριοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παιχνιδιάρηςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ζωηρόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ζωντανός νεκρόςadjetivo (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ζόμπι(BRA, vodu) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Uma crença em zumbis é única da religião vodu. |
παραμένω εν ζωή/ζωντανός(continuar vivendo, não morrer) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζόμπιsubstantivo masculino (BRA, ficção: horror) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) O filme é sobre um vírus mortal que transforma as pessoas em zumbis. Η ταινία μιλά για έναν θανατηφόρο ιό που μετατρέπει τους ανθρώπους σε ζόμπι. |
ζόμπιsubstantivo masculino (BRA) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Eu estava tão cansado que estava vagando como um zumbi. Ήμουν τόσο κουρασμένος που περιπλανιόμουν από δω κι από κει σαν ζόμπι. |
με λαμπερά μάτιαlocução adjetiva (κυριολεκτικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που δίνει συναυλίαlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζωντανή εκπομπή(TV, rádio) |
ζωηρό/έντονο ενδιαφέρον
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζώο, ζωντανό πλάσμα(criatura, animal) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μουσική παράσταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χρήματα για μικροέξοδα(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Nós mantemos dinheiro vivo numa caixinha de metal com um cadeado. |
ζωντανή μουσικήsubstantivo feminino |
ζωντανή εκτέλεση
|
ζωντανό ον(animal ou planta) |
διατηρώ ζωντανόlocução verbal (manter a popularidade ou lembrança de alguém) (μεταφορικά) |
εικόνα(cena retratada em palavras) (μτφ: περιγραφή σκηνής) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
live show
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
μετρητάexpressão (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Θα σου πουλήσω αυτό το ποδήλατο, αλλά θα πρέπει να με πληρώσεις μόνο σε μετρητά. |
μουσική ερμηνευμένη από ορχήστρα χάλκινων ή πνευστών
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζωexpressão verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) John teve câncer aos oitenta e cinco, mas manteve-se vivo por mais três anos antes de morrer. Ο Τζον απέκτησε καρκίνο στα 85 αλλά έζησε για άλλα τρία χρόνια πριν πεθάνει. |
ζωντανάlocução adverbial (na expressão 'ao vivo') (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) O comediante adorou apresentar-se perante uma plateia ao vivo. Στον κωμικό άρεσε πολύ να δίνει παραστάσεις ζωντανά (or: λάιβ). |
ζωντανόςlocução adverbial (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) O comediante adorou fazer o show na frente do público ao vivo. Στον κωμικό άρεσε πολύ να δίνει παραστάσεις μπροστά σε ζωντανό κοινό. |
ζωντανάlocução adverbial (μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Estamos transmitindo ao vivo do local do protesto. Εκπέμπουμε ζωντανά από την περιοχή των διαδηλώσεων. |
ρευστό(dinheiro disponível) Você tem dinheiro em espécie? |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vivo στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του vivo
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.