Τι σημαίνει το weight στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης weight στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του weight στο Αγγλικά.
Η λέξη weight στο Αγγλικά σημαίνει βάρος, βάρος, βαρίδι, βάρος, βάρος, βάρος, περιττό βάρος, βάρος, βάρη, βαρίδι, βαρίδι, βαρίδιο, βάρος, βαρύτητα, σοβαρότητα, βάρος, βαρύτητα, σφαίρα, βαρών, συντελεστής βαρύτητας, βάζω βάρος σε κτ, -, βαρύνω, επιβαρύνω, σταθμίζομαι, βάζω βάρος σε κάτι για να μείνει κάτω, τα κιλά της εγκυμοσύνης, βάρος σώματος, σωματικό βάρος, βάρος, μεγάλο βάρος, χωρητικότητα εκτοπίσματος, νεκρό βάρος, ίδιο βάρος, αισθάνομαι το βάρος, έχω την ευθύνη, παίρνω βάρος, βάζω βάρος, μεικτό βάρος, προσδίδω βαρύτητα, ελαφρών βαρών, ασήμαντος, ερασιτέχνης, τα κιλά του lockdown, τα κιλά του λοκντάουν, χάνω βάρος, καθαρό βάρος, συνεισφέρω, βάρος φορτίου, χάνω βάρος, βάρος απογείωσης, φέρομαι αυταρχικά, προσέχω το βάρος μου, διατροφικά θέματα και θέματα βάρους, δίαιτα, αύξηση σωματικού βάρους, αδυνάτισμα, διαχείριση σωματικού βάρους, μέτρηση βάρους, περιορισμός βάρους, αίθουσα βαρών, άρση βαρών, στήριξης βάρους, φόρτισης βάρους, φέρων το βάρος, άρση βαρών, βάρη, που αξίζει το βάρος του σε χρυσό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης weight
βάροςnoun (countable (relative heaviness) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Measure the weight of these two objects and tell me which one is heavier. Μέτρησε το βάρος αυτών των δύο αντικειμένων και πες μου πιο είναι βαρύτερο. |
βάροςnoun (uncountable (heaviness) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Its weight was sufficient to hold the door open. Το βάρος του ήταν αρκετό για να κρατήσει την πόρτα ανοιχτή. |
βαρίδι, βάροςnoun (block used with scales) (σε ζυγαριά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Old scales used little weights to balance the goods purchased. Οι παλιές ζυγαριές είχαν μικρά βαρίδια (or: βάρη) που ισορροπούσαν με τα προϊόντα που αγοράζονταν. |
βάροςnoun (countable (how much a body weighs) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I try to maintain a healthy weight. Προσπαθώ να διατηρήσω ένα υγιές βάρος. |
βάροςnoun (uncountable (body mass) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) How much weight did you lose after you cut out sugar from your diet? Πόσο βάρος έχασες όταν έκοψες τη ζάχαρη από τη διατροφή σου; |
περιττό βάροςnoun (uncountable (body: excess fat) No matter how much I diet, I can't seem to shift this weight. Όση δίαιτα και να κάνω, δεν μπορώ να ξεφορτωθώ αυτό το περιττό βάρος. |
βάροςnoun (countable (measure of weight) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) What system of weights and measures do they use in the UK? |
βάρηnoun (countable (weight training: dumbbell) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) He grabbed the thirty-kilogram weights for his chest exercises. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η κοπέλα σήκωσε ένα δίκιλο βαράκι για να κάνεις τις ασκήσεις της. |
βαρίδιnoun (countable (heavy element in a mechanism) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The weights in this grandfather clock need replacing. |
βαρίδι, βαρίδιοnoun (countable (paperweight, etc.) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The book was used as a weight to hold the door open. |
βάροςnoun (figurative (burden) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Looking after both elderly parents was a heavy weight on her shoulders. |
βαρύτηταnoun (uncountable, figurative (significance) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I don't apply any weight to the age of the candidates. The best man will get the job. |
σοβαρότηταnoun (uncountable, figurative (solemnity) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The priest spoke at the funeral with great weight and respect. |
βάροςnoun (uncountable, figurative (influence) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She holds considerable weight in his decision-making. Η γνώμη της έχει ιδιαίτερο βάρος όσον αφορά το τι απόφαση θα πάρει εκείνος. |
βαρύτηταnoun (uncountable, figurative (majority) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The weight of the majority was so strong that there was no problem passing the legislation. |
σφαίραnoun (countable (athletics: shot) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In the shot put, you have to throw the weight as far as possible. |
βαρώνnoun (category in boxing) (κατηγορία μποξ: βαρεών) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Mohammad Ali boxed in the heavy weight division. Ο Μοχάμεντ Άλι αγωνιζόταν στην κατηγορία βαρεών βαρών. |
συντελεστής βαρύτηταςnoun (statistics: coefficient) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) The analysis shows that income has considerable weight in who buys expensive cars. |
βάζω βάρος σε κτtransitive verb (apply weight to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We weighted the sacks before dumping them overboard. |
-transitive verb (hold down with a weight) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) He weighted the papers with the book. Σταθεροποίησε τα χαρτιά με ένα βιβλίο. |
βαρύνω, επιβαρύνωtransitive verb (burden) (κάποιον με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Please don't weight me with all your problems. |
σταθμίζομαιtransitive verb (statistics: apply a coefficient to) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The numbers were weighted to reflect population density. Στάθμισαν τους αριθμούς για να αντιπροσωπεύουν την πυκνότητα του πληθυσμού. |
βάζω βάρος σε κάτι για να μείνει κάτωphrasal verb, transitive, separable (hold down with a weight) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τα κιλά της εγκυμοσύνηςnoun (extra weight after pregnancy) |
βάρος σώματος, σωματικό βάροςnoun (amount a person weighs) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The body-mass index is a ratio of a person's body weight to his height. |
βάροςnoun ([sth] heavy, motionless) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μεγάλο βάροςnoun (figurative (burden) (μεταφορικά) |
χωρητικότητα εκτοπίσματοςnoun (weight a ship can carry) (ζαργκόν: ναυτιλία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
νεκρό βάροςnoun (weight of vehicle without a load) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ίδιο βάροςnoun (fixed weight on structure or equipment) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αισθάνομαι το βάρος, έχω την ευθύνηverbal expression (figurative (be burdened by) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) When he saw the negative test result he felt the weight of the world lift off of his shoulders. |
παίρνω βάρος, βάζω βάρος(get fatter, heavier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Most college students gain weight during their first year of school. I've put on so much weight, my trousers won't do up! |
μεικτό βάροςnoun (weight of goods and container) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
προσδίδω βαρύτηταverbal expression (figurative (give [sth] credibility) (μεταφορικά: σε κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ελαφρών βαρώνadjective (sport: of lightest weight division) (άθλημα, κατηγορία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The lightweight match will start at 8 pm. Ο αγώνας κατηγορίας ελαφρών βαρών θα αρχίσει στις 8 μ.μ. |
ασήμαντοςadjective (not serious, trivial) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) It's just a lightweight romance novel, but I enjoyed reading it. |
ερασιτέχνηςnoun (informal, figurative (person who gets drunk quickly) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Stumbling after only two beers? You're such a lightweight! Κουτουλάς με δυο μπύρες μόνο; Είσαι ερασιτέχνης! |
τα κιλά του lockdown, τα κιλά του λοκντάουνnoun (weight gain during confinement) |
χάνω βάρος(slim, become slimmer) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If you want to lose weight, eat less and exercise more. Αν θέλεις να χάσεις βάρος, να τρως λιγότερο και να ασκείσαι περισσότερο. |
καθαρό βάροςnoun (goods minus packaging) The ship carried a net weight of ten thousand tons. |
συνεισφέρωverbal expression (do your share of work) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stuart needs to start pulling his weight on this project if he wants to keep his job. |
βάρος φορτίουnoun (heaviness of freight) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χάνω βάροςverbal expression (reduce, lose weight) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Fred's doctor told him he needed to take off weight. |
βάρος απογείωσηςnoun (plane's weight at start of journey) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Takeoff weight includes the passengers, the baggage, and the fuel. |
φέρομαι αυταρχικάverbal expression (figurative, informal (be bossy, self-important) Charles is a bossy guy who likes throwing his weight around. |
προσέχω το βάρος μουverbal expression (figurative, informal (try not to get fatter) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She loves rich food, so she has to be careful and watch her weight. |
διατροφικά θέματα και θέματα βάρουςplural noun (psychology: food and body-image disorder) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δίαιταnoun (dieting) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Weight control is a multi-million pound industry these days. |
αύξηση σωματικού βάρουςnoun (increase in body weight) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αδυνάτισμαnoun (slimming) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Her sudden weight loss worried her friends. |
διαχείριση σωματικού βάρουςnoun (control of one's body weight) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μέτρηση βάρουςnoun (calculation: how heavy [sth], [sb] is) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περιορισμός βάρουςnoun (limit on how heavy [sth] or [sb] can be) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
αίθουσα βαρώνnoun (weight-training gym) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
άρση βαρώνnoun (lifting barbells for fitness) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He stays in shape by running and doing weight training. |
στήριξης βάρους, φόρτισης βάρουςadjective (designed to support a load) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
φέρων το βάροςadjective (part: that support a weight or load) (επίσημο) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
άρση βαρώνnoun (sport: lifting weights) (άθλημα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She's taken two medals in weightlifting. |
βάρηnoun (exercise: weight training) (σωματική άσκηση) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Weightlifting's excellent for improving the strength of your upper body. |
που αξίζει το βάρος του σε χρυσόadjective (figurative (very useful) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If you use the internet much, a broadband connection is worth its weight in gold. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του weight στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του weight
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.