Τι σημαίνει το beer στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης beer στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του beer στο Αγγλικά.

Η λέξη beer στο Αγγλικά σημαίνει μπύρα, μπύρα, μπύρα χωρίς αλκοόλ, μπιροκοιλιά, μπουκάλι μπύρας, κουτάκι μπύρας, αυτός που πίνει μπύρα, αυτός που πίνει μπύρα, εξωτερικός χώρος σε παμπ, μπυροπότηρο, μπυροκοιλιά, μπυραρία, μπαρ, βαρελάκι μπύρας, μπυροπότηρο, διανεμητής μπύρας, που πίνει πολλή μπύρα, μποκ, μπύρα μικροζυθοποιίας, βαρελίσια μπίρα, τζιτζιμπίρα, ξανθή μπίρα, είδος αναψυκτικού, κερνάω μια μπύρα, ελαφριά μπύρα, ασήμαντος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης beer

μπύρα

noun (uncountable (alcoholic beverage) (ποτό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Young Americans drink a lot of beer.
Οι νεαροί Αμερικανοί πίνουν πολλή μπύρα.

μπύρα

noun (countable (glass or can of beer) (μπουκάλι ή κουτάκι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Can you bring us four beers?
Μπορείς να μας φέρεις τέσσερις μπύρες;

μπύρα χωρίς αλκοόλ

noun (beer containing no alcohol)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bob drinks alcohol-free beer when he is the designated driver.

μπιροκοιλιά

noun (informal (fat stomach) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπουκάλι μπύρας

noun (glass container)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The usual African beer bottle holds 300 millilitres, but some are 600.

κουτάκι μπύρας

noun (can holding beer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When the police arrested him for drunken driving, they found empty beer cans in his car.

αυτός που πίνει μπύρα

noun (drinks a lot of beer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You can tell who's a real beer drinker by the size of their bellies!

αυτός που πίνει μπύρα

noun (prefers beer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I wouldn't know the first thing about wine; I'm a beer drinker.

εξωτερικός χώρος σε παμπ

noun (pub's outdoor area)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μπυροπότηρο

noun (drinking vessel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
If you don't like drinking beer from the bottle, you ask for a beer glass.

μπυροκοιλιά

noun (informal (fat stomach) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπυραρία

noun (UK (large German pub)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπαρ

noun (US (very large bar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There is a beer hall in Washington, D.C. that has over 500 beers on the menu.

βαρελάκι μπύρας

noun (barrel holding beer)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπυροπότηρο

noun (tankard, cup for beer)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Beer is cheaper on Mondays if you bring your own beer mug.

διανεμητής μπύρας

noun (draws beer from keg)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

που πίνει πολλή μπύρα

adjective (informal, disapproving (drinking a lot of beer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μποκ

noun (German beer) (τύπος μπίρας)

μπύρα μικροζυθοποιίας

noun (made in small brewery)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βαρελίσια μπίρα

noun (cask beer served on tap)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That bar does not sell draft beer, only bottles.

τζιτζιμπίρα

noun (non-alcoholic ginger drink)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Audrey was driving, so she ordered a ginger beer.

ξανθή μπίρα

noun (light beer)

When Americans say 'beer' they mean 'lager'.
Όταν οι Αμερικάνοι λένε «μπίρα» εννοούν «λάγκερ».

είδος αναψυκτικού

noun (US (carbonated soft drink)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I quite like root beer even though it tastes a bit like soap.

κερνάω μια μπύρα

verbal expression (UK, slang (buy a beer for [sb] in pub or bar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ελαφριά μπύρα

noun (weak beer)

ασήμαντος

noun (UK, figurative, uncountable, slang ([sth] or [sb] of little importance)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του beer στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του beer

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.