Τι σημαίνει το heavy στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης heavy στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του heavy στο Αγγλικά.

Η λέξη heavy στο Αγγλικά σημαίνει βαρύς, βαρύς, έντονος, -, βαρύς, τρικυμισμένος, φουρτουνιασμένος, βαρύς, αυστηρός, βαθύς, θλιβερός, στενάχωρος, έγκυος, μεγάλος, δεν έχει φουσκώσει αρκετά, βαρύς, κακός, κακιά, βαρίτης, ισχυρό χτύπημα, ισχυρό πλήγμα, βαριές απώλειες, κρέμα σαντιγί, μεγάλη ζήτηση, υψηλή ζήτηση, πότης, αλκοολικός, μεγάλης αντοχής, εντατικής χρήσης, βαρυσήμαντος, βαρύς εξοπλισμός, επίπονος, αγαρμποσύνη, χοντράδα, αδιακρισία, τραχύτητα, έλλειψη λεπτότητας, δεσποτισμός, το παρακάνω, βαριά καρδιά, μεγάλος παίκτης, βαριά βιομηχανία, βαρύ φορτίο, βαρύ φορτίο, βαρύ φαγητό, βαρύ μέταλλο, χέβι μέταλ, χάδια και φιλιά, δυνατή βροχή, φουρτούνα, φουρτουνιασμένη θάλασσα, που κοιμάται βαριά, αρειμάνιος καπνιστής, δυνατή ριπή ανέμου, βαρύ βήμα, βαρέα οχήματα, βαριά κατανάλωση, υπερβολική κατανάλωση, βαρύ ύδωρ, καταπιεστικός, αδέξιος, σκληρότητα, αγαρμποσύνη, πολύ φορτωμένος, πιεσμένος, ζορισμένος, μελαγχολικός, βαρύς στο πάνω μέρος, με πολύ βάρος στο πάνω μέρος, βαραίνω, με βαριά καρδιά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης heavy

βαρύς

adjective (of great weight)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Don't try to lift the box. It is heavy.
Μην προσπαθήσεις να μετακινήσεις το κουτί. Είναι βαρύ.

βαρύς, έντονος

adjective (intense)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That was a heavy rain we had last night.
Χθες το βράδυ έπεσε δυνατή βροχή.

-

adjective (US (culinary: dense) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
In this recipe, we use heavy cream.
Σε αυτή τη συνταγή βάζουμε κρέμα γάλακτος, πλήρη σε λιπαρά.

βαρύς

adjective (powerful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
To destroy the enemy, the army used the heavy artillery.

τρικυμισμένος, φουρτουνιασμένος

adjective (sea: very choppy)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The boat sank in heavy seas.

βαρύς

adjective (excessive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He was a heavy drug user.

αυστηρός

adjective (strict)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My mother used to get really heavy with me when I misbehaved.

βαθύς

adjective (profound)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That is a really heavy thought, man.

θλιβερός, στενάχωρος

adjective (gloomy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The death in the family led to a discussion of some heavy issues.

έγκυος

adjective (dated (pregnant)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She was heavy with child.

μεγάλος

adjective (onerous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The heavy demands of his father caused him to leave home.

δεν έχει φουσκώσει αρκετά

adjective (bread: not fully raised)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This bread is heavy because you did not use enough yeast.

βαρύς

adjective (rich, difficult to digest)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The dense meat made for a heavy meal that you really felt in your stomach.

κακός, κακιά

noun (role as [sb] mean)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
John played the role of the heavy in the play, so he had to yell a lot.

βαρίτης

noun (mineral: barium sulfate)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ισχυρό χτύπημα

noun (literal (forceful punch or strike) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The boxer fell after taking a heavy blow from his opponent.

ισχυρό πλήγμα

noun (figurative (emotional setback) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Not getting into her school of choice was a heavy blow.

βαριές απώλειες

plural noun (many people killed or injured)

France suffered heavy casualties in the Second World War.

κρέμα σαντιγί

noun (thick whipping cream)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The cook used heavy cream to thicken the sauce.

μεγάλη ζήτηση, υψηλή ζήτηση

noun (popular need)

There's a heavy demand for these smaller cars, sir.

πότης, αλκοολικός

noun (alcoholic)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He was a heavy drinker before he joined Alcoholics Anonymous.

μεγάλης αντοχής

adjective (strong) (δεν καταστρέφεται)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
These heavy-duty plastic bags cannot be ripped or torn easily. Morphine is a heavy-duty pain reliever.
Η μορφίνη είναι ένα δυνατό παυσίπονο.

εντατικής χρήσης

adjective (intensive)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

βαρυσήμαντος

adjective (prominent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βαρύς εξοπλισμός

noun (industrial machinery)

Once the factory had been sold they removed the heavy equipment.

επίπονος

adjective (laborious, dull)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αγαρμποσύνη, χοντράδα, αδιακρισία

noun (figurative (lack of tact or subtlety)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The principal accused the teacher of using a heavy hand in correcting her students.
Ο διευθυντής κατηγόρησε τη δασκάλα ότι διόρθωσε τους μαθητές της με αγαρμποσύνη.

τραχύτητα, έλλειψη λεπτότητας

noun (lack of delicacy or gentleness) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δεσποτισμός

noun (figurative (oppressive force)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The state responded to the protests with a heavy hand, swiftly imprisoning thousands of people.

το παρακάνω

adjective (too forceful)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I was heavy-handed with the salt and my bread came out tasting unpleasant.
Το παράκανα με το αλάτι και το ψωμί μου δεν έχει καλή γεύση.

βαριά καρδιά

noun (feeling of great sadness or regret)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She had a heavy heart as she stepped to the podium to deliver her best friend's eulogy.

μεγάλος παίκτης

noun (figurative (powerful person or company) (μτφ: ισχυρός)

βαριά βιομηχανία

noun (bulk materials manufacturing)

βαρύ φορτίο

noun ([sth] that weighs a lot)

These lorries can carry extremely heavy loads.

βαρύ φορτίο

noun (figurative (burden) (μεταφορικά)

Bringing up three children on her own was a heavy load for Helen.

βαρύ φαγητό

noun (large or rich meal that is hard to digest)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That heavy meal kept me up all night with indigestion.

βαρύ μέταλλο

noun (metal with high density)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Heavy metals, like lead and mercury, are toxic and therefore are a frequent environmental problem.

χέβι μέταλ

noun (hard rock music) (μουσική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She was not pleased when her son's heavy metal band began practicing in the basement.

χάδια και φιλιά

noun (kissing and cuddling)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When we were teenagers we frequently engaged in heavy petting, but never actually had intercourse.

δυνατή βροχή

noun (torrential rainfall)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Heavy rain is forecast for the next few days, and there is a risk of severe flooding.

φουρτούνα, φουρτουνιασμένη θάλασσα

plural noun (nautical: stormy conditions) (ναυτικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The heavy seas forced them to turn the boat around and head back to shore.

που κοιμάται βαριά

noun ([sb] who sleeps deeply)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I've always been a heavy sleeper - I hardly ever wake up during the night.

αρειμάνιος καπνιστής

noun (person who smokes a lot)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He died from lung cancer because he had been a heavy smoker all his life.

δυνατή ριπή ανέμου

noun (sudden wind)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Then we encountered a heavy squall that snapped the mast in two.

βαρύ βήμα

noun (loud footfall) (μεταφορικά)

βαρέα οχήματα

noun (large haulage vehicles)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Heavy transport was banned from passing through the village, because the vibrations were undermining the older houses.

βαριά κατανάλωση, υπερβολική κατανάλωση

noun (extreme consumption or use) (κατανάλωση)

Heavy usage of alcohol has ruined Jim's health.

βαρύ ύδωρ

noun (in nuclear reactors) (χημεία)

Heavy water is an ingredient used in reactors to convert uranium into plutonium.

καταπιεστικός

adjective (figurative (severe, oppressive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My heavy-handed father was always quick to dole out punishment.

αδέξιος

adjective (figurative (clumsy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This essay was nothing but a heavy-handed critique of a complex issue.

σκληρότητα

noun (figurative, uncountable (severity, oppressiveness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγαρμποσύνη

noun (figurative, uncountable (clumsiness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πολύ φορτωμένος

adjective (heavily loaded)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

πιεσμένος, ζορισμένος

adjective (person: burdened)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

μελαγχολικός

adjective (figurative (sad, despondent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βαρύς στο πάνω μέρος, με πολύ βάρος στο πάνω μέρος

adjective (too heavy on top)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βαραίνω

intransitive verb (figurative (be heavy: on one's mind) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

με βαριά καρδιά

adverb (solemnly, sadly) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
With a heavy heart, the woman scattered her father's ashes into the sea.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του heavy στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του heavy

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.